Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

27. Ο "ζήλος" του ιερέως: Ένα διδακτικό όνειρο.


Στο παρακάτω άρθρο από το περιοδικό Εφημέριος, το οποίο φυλάσσει στο αρχείο του ο π. Αρσένιος Κομπούγιας, διαφαίνεται μια περίπτωση, κατά την οποία ένας Ιερέας δεν είχε ζυγίσει τις προθέσεις του.
Ένας ιερεύς ζηλωτής με πλούσια δράσι είδε κάποτε ένα όνειρο. Ο ίδιος μας το έχει περιγράψει ως εξής: "Καθόμουνα στην πολυθρόνα μου, κουρασμένος κι εξαντλημένος από την εργασία. Το σώμα μου πονούσε απ' τη μεγάλη κόπωσι. Πολλοί στην ενορία μου ζητούσαν τον πολύτιμο μαργαρίτη. Και πολλοί τον είχαν βρή. Η ενορία μου προώδευε από κάθε άποψι. Η ψυχή μου πλημμύριζε από χαρά, ελπίδα και θάρρος. Τα κηρύγματά μου έκαναν μεγάλη εντύπωσι. Πολλοί προσήρχοντο στην εξομολόγησι. Η Εκκλησία μου ήταν πάντοτε ασφυκτικά γεμάτη. Είχα κατορθώσει να κινητοποιήσω ολόκληρη την ενορία. Ικανοποιημένος απ' όλα εργαζόμουνα κάθε μέρα μέχρι εξαντλήσεως. Ενώ σκεπτόμουνα όλα αυτά, χωρίς να το καταλάβω, με πήρε ο ύπνος.
Τότε συνέβη το εξής, που θα σάς περιγράψω:
Ένας ξένος μπήκε στο δωμάτιο χωρίς να χτυπήση την πόρτα. Το πρόσωπό του ήταν γλυκό κι είχε μεγάλη πνευματικότητα. Ήταν καλά ντυμένος και κρατούσε στο χέρι του μερικά όργανα χημικού εργαστηρίου. Η όλη του εμφάνισις προκαλούσε παράξενη εντύπωσι. Ο ξένος με πλησίασε. Κι ενώ μου άπλωνε το χέρι του για να με χαιρετήση, μ' ερώτησε: "Πώς πάει ο ζήλος σου;". Η ερώτησις αυτή μου προξένησε μεγάλη χαρά. Γιατί ήμουν πολύ ικανοποιημένος με το ζήλο μου. Και δεν είχα καμιά αμφιβολία, πώς κι αυτός ο ξένος θα ήταν πολύ χαρούμενος, αν το γνώριζε. Τότε, όπως θυμάμαι απ' το όνειρό μου, για να του δείξω πόση αξία έχει ο ζήλος μου, σαν να έβγαλα απ' το στήθος μου μια συμπαγή μάζα, που ακτινοβολούσε σαν χρυσάφι. Του την έβαλα στο χέρι. Και του λέω: "Αυτός είναι ο ζήλος μου!". Εκείνος την πήρε και τη ζύγισε προσεκτικά πάνω στη ζυγαριά του: "Ζυγίζει 50 οκάδες", λέει σοβαρά. Εγώ μόλις μπορούσα να συγκρατήσω τη χαρά μου για το βάρος αυτό. Εκείνος όμως με σοβαρότητα σημείωσε το βάρος σ' ένα χαρτί και συνέχισε την εξέτασί του. Έσπασε τη μάζα εκείνη σε κομμάτια και την έβαλε μέσα σ' ένα χημικό τηγάνι πάνω στη φωτιά. Όταν η μάζα έλυωσε και καθαρίστηκε, την έβγαλε απ' τη φωτιά. Ξεχώρισε τα διάφορα στοιχεία. Όταν αυτά κρύωσαν, σχηματίσθηκαν διάφορα κομμάτια. Τα άγγιζε με ένα σφυράκι και ζύγιαζε το καθένα ξεχωριστά. Έπειτα σημείωνε προσεκτικά το βάρος κάθε κομματιού πάνω στο χαρτί. Όταν τελείωσε, μου έριξε μια ματιά, γεμάτη από συμπόνια και μου λέγει: "Εύχομαι να σε λυπηθή ο Θεός και να σωθής". Κι αμέσως εγκατέλειψε το δωμάτιο. Στο χαρτί, που μου άφησε στο τραπέζι, ήταν γραμμένα τα εξής:"Ανάλυσις του ζήλου του ιερέως Χ. Συνολικόν βάρος: 50 οκάδες. Η προσεκτική ανάλυσις παρουσιάζει τα εξής στοιχεία:Φανατισμός - 5 οκάδες Προσωπική φιλοδοξία - 15 οκάδες Φιλοχρηματία - 12 οκάδες Επίδειξις - 9 οκάδες Τάσις προς επιβολήν και κυριαρχίαν πάνω στις ψυχές - 6 οκάδες Αγάπη προς τον Θεόν - 2 οκάδες Αγάπη προς τους ανθρώπους - 1 οκά Σύνολον - 50 οκάδες." Η παράξενη συμπεριφορά του ξένου και η ματιά με την οποία με αποχαιρέτησε, μου μετέδωσαν κάποια ανησυχία. Μά όταν είδα το αποτέλεσμα της εξετάσεώς του, ένοιωσα τα γόνατά μου να λυγίζουν. Θέλησα στην αρχή ν' αμφισβητήσω την ορθότητα των αριθμών. Μά εκείνη τη στιγμή άκουσα έναν αναστεναγμό του ξένου, που είχε φθάσει στην εξώπορτα. Ηρέμησα κι άρχισα να σκέπτωμαι πιο ψύχραιμα. Μά καθώς σκεπτόμουνα, σκοτείνιαζε μπροστά μου. Δεν μπορούσα να διαβάζω το χαρτί, που κρατούσα στα χέρια μου. Αγωνία και φόβος με κατέλαβαν. Στα χείλη μου ήλθε η κραυγή: "Κύριε, σώσε με". Έρριξα πάλι μια ματιά στο χαρτί. Ξαφνικά μεταμορφώθηκε αυτό σ' έναν ολοκάθαρο καθρέπτη, που καθρέπτιζε την καρδιά μου. Ένοιωσα και ανεγνώρισα την κατάστασί μου. Με δάκρυα στα μάτια παρακαλούσα τον Κύριο να μ' ελευθερώση απ' το Εγώ μου. Τέλος ξύπνησα με μια κραυγή αγωνίας. Στα περασμένα χρόνια παρακαλούσα τον Θεό να με σώση από διαφόρους κινδύνους. Μα απ' τη μέρα εκείνη άρχισα να παρακαλώ το Θεό να μ' ελευθερώση απ' το δικό μου Εγώ. Για πολύν καιρό ένοιωθα ταραγμένος. Τέλος, ύστερ' από επίμονες προσευχές, ένοιωσα το φως του Κυρίου να πλημμυρίζη την καρδιά μου και να καίη τ' αγκάθια του εγωκεντρισμού. Όταν ο Κύριος με καλέση κοντά Του, θα Τον ευχαριστήσω ολόθερμα για την αποκάλυψι εκείνης της ημέρας. Μου φανέρωσε τότε τον αληθινό εαυτό μου και ωδήγησε τα πόδια μου στον πιο στενό, αλλά πιο όμορφο δρόμο. Κάθε μέρα ανανέωνα τις αποφάσεις μου. Εκείνη η επίσκεψις που μου έκαμε Εκείνος που "ετάζει καρδίας και νεφρούς", με έκαμεν άλλον άνθρωπο και ωφέλησε πολύ την εργασία μου". Άραγε τί αποτέλεσμα θα παρουσίαζε η εξέτασις του ιδικού μου ζήλου; Θα παρουσίαζε τους γλυκούς εκείνους καρπούς του Πνεύματος, για τους οποίους ομιλεί ο Απόστ. Παύλος (Γαλ. ε΄, 22); Ή μήπως θα φανέρωνε εγωκεντρικές εκδηλώσεις; Ας κλίνωμε γι' αυτό όλοι ταπεινά τα γόνατά μας μπροστά στο μεγαλείο του Θεού! Ας αφήνωμε το φως του να διεισδύη ως τα τρίσβαθα της ψυχής μας, για να γνωρίζωμε τον αληθινό εαυτό μας.
Ας μη συγχέωμε ποτέ το καθήκον με εγωκεντρικές αποκλίσεις και επιθυμίες μας.
(Αναδημοσίευση από τον "Εφημέριο", 1-11-1956)


Κυριακή 20 Απριλίου 2014

26. Το μάθημα ζωής με τα 20ευρω


Ένας καθηγητής κρατούσε μια ημέρα ένα χαρτονόμισμα των 20 ευρώ και ρώτησε τους μαθητές του:
"Ποίος θέλει αυτό το χαρτονόμισμα των 20 ευρώ;"
Όλοι στην αίθουσα σήκωσαν ψηλά το χέρι.
Τότε ο καθηγητής το τσαλάκωσε και τους ξαναρώτησε...
"Υπάρχει κάποιος που θέλει ακόμη αυτό το τσαλακωμένο χαρτονόμισμα;"
Όλοι στην αίθουσα σήκωσαν πάλι ψηλά το χέρι τους.
Έπειτα έριξε το χαρτονόμισμα στο πάτωμα και άρχισε να το κλωτσά και να χοροπηδά πάνω στο 20ευρώ με τα παπούτσια του. Το μάζεψε από το πάτωμα τσαλακωμένο, λερωμένο, λασπωμένο. Και τους ξανάκανε την ίδια ερώτηση:
"Ποιός θέλει τώρα αυτό το τσαλακωμένο, λερωμένο, λασπωμένο, χαρτονόμισμα των 20 ευρώ;"
Όλοι ξανά στην αίθουσα σήκωσαν ψηλά το χέρι τους.
"Παιδιά μου" τους είπε "Σήμερα θα πάρετε ένα μεγάλο μάθημα. Ότι και να έκανα στο χαρτονόμισμα εσείς πάλι το θέλατε γιατί δεν έχασε ποτέ την αξία του. Ακόμη αξίζει 20 ευρώ!!! Πολλές φορές στην ζωή, μας τσαλακώνουν, μας κτυπούν, μας ρίχνουν κάτω στο πάτωμα, μας ποδοπατούν, άνθρωποι και γεγονότα. Έτσι, πιστεύετε πως πλέον δεν έχετε καμιά αξία, αλλά η πραγματική σας αξία δεν έχει αλλάξει στα μάτια αυτών που σας αγαπούν πραγματικά. Ακόμη και τις μέρες που δεν είμαστε στα καλύτερά μας, η αξία μας παραμένει."

Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

25. Αγιορείτικη Διήγηση για τον Παράδεισο


Ακούραστος ο γέρο – Πέτρος καθάριζε κρεμμύδια στην πανήγυρη της Παναγίας για την εσπερινή τράπεζα. Θα έρχονταν πατέρες και ψαλτάδες από την έρημο να στολίσουν την αγρυπνία.
Και πως έκανε ο γέρο -Πέτρος άμα ξεκινούσε τα μέγιστα ανοιξαντάρια του Κουκουζέλη και το Θεοτόκε Παρθένε του Μπερεκέτη! Και όλο σκούνταγε τον Δανιήλ τον Εκκλησιαστικό να κουνήσει ακόμα πιο δυνατά τον χορό και τον πολυέλαιο.
-Ω Θεέ μου, και πως θα είναι στον παράδεισο, ακούγονταν η φωνή του γέρο-καλόγερου.
Παρότι το στασίδι του ήταν μπροστά στα γεροντικά, εκείνος με ευλογία του ηγουμένου στεκόταν σε εκείνα των αρχαρίων, στο στασίδι που στάθηκε όταν πρωτόρθε στο μοναστήρι. Ώρες ορθός στην Εκκλησία, ομοιοπύρφορο Χερουβείμ που λάτρευε με σεβασμό τον Θεό Του.
-Και δεν μου λες, παππού, τι είναι η Παναγιά για τον κόσμο; ρώτησε ο Πατήρ Υπάτιος τον γέροντα.
Ο γέρο – Πέτρος άφησε τα κρεμμύδια και το μαχαίρι μεμιάς και πήρε ύφος σοβαρό σαν να έβγαζε λόγο.
- Εγώ πατέρες μου, γράμματα δεν ξέρω να τα πω όμορφα και δουλεμένα. Μα αυτή η ιστορία είναι πέρα ως πέρα αληθινή.
Σε μένα την είπαν ταπεινοί μοναχοί του Όρους που ποτέ δεν φιλιώθηκαν με το ψέμα.
«Το λοιπόν κάποτε στον Παράδεισο μπροστά στην όμορφη πόρτα του καθόταν ο Άγιος Πέτρος και καλοδεχόταν τα παιδιά του Θεού που είχαν κερδίσει τη Βασιλεία.
Σαν νύχτωσε, ο Άγιος έκλεινε τα θυρόφυλλα και μετρούσε στα τεφτέρια του πόσοι είχανε μπει στον Παράδεισο. Ύστερα έβαζε τα ονόματά τους πλάι σε εκείνους που ήδη ήταν μέσα από καιρό και έβρισκε τον αριθμό.
Το άλλο πρωί μετρούσε πάλι τους παραδεισένιους ανθρώπους και πήγαινε να ανοίξει την πόρτα. Μα για καιρό έβλεπε τούτο το παράδοξο. Ενώ αποβραδίς είχε μετρήσει πως αυτοί που είχαν μπει στον Παράδεισο ήταν δέκα, την άλλη μέρα μετρούσε άλλους 3 παραπάνω.
Μα πως γίνεται αυτό σκεφτόταν.
-Μια και δυο πηγαίνει στον αφέντη τον Χριστό και του λέει αυτό που τον απασχολεί.
-Να φυλάξεις βάρδια είπε ο Χριστός και ο Άγιος έσκυψε το κεφάλι και γύρισε στο διακόνημά του.
Το ίδιο βράδυ ο απόστολος του Θεού φύλαξε κατά την προσταγή του Χριστού και σαν ξημέρωσε είχε έτοιμη την απάντηση.
- Λοιπόν, είπε ο Κύριος
Το βράδυ…Κύριε….που κλείνει ο Παράδεισος ανεβαίνει η Μάνα Σου στα τείχη και βάζει τους ανθρώπους από εκεί μέσα.

Άμα τελείωσε την διήγηση του ο γέρο Πέτρος έκανε τον σταυρό του και είπε: Αυτή είναι αδελφοί… η Παναγία μας και ο ρόλος της για τον κόσμο…

18. Το Μύρο του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Δημητρίου, Πολιούχου Θεσσαλονίκης

Ο Άγιος Δημήτριος στις πηγές αποκαλείται μεγαλομάρτυς φιλόπολις, σωσίπολις και μυροβλύτης. Μυροβλύτης γιατί ανέβλυζε μύρο άπο τον τάφο του, το οποίο ελάμβαναν οι πιστοί μέσα σε φιαλίδια που ήταν κατασκευασμένα από γυαλί, πηλό ή μολύβι, τα λεγόμενα κουτρούβια. 
Κουτρούβιο, 12ος-13ος αι.
«Κουτρούβια» ονόμαζαν οι βυζαντινοί τα φιαλίδια από γυαλί, πηλό ή μόλυβδο που χρησιμοποιούνταν από τους προσκυνητές για να μεταφέρουν το μύρο που έπαιρναν από τους τόπους λατρείας μυροβλητών αγίων, όπως ο άγιος Δημήτριος και η αγία Θεοδώρα στη Θεσσαλονίκη.
Υπάρχουν πολλές αυθεντικές μαρτυρίες για το Μύρο του Πολιούχου της Θεσσαλονίκης Αγίου Δημητρίου. Παραθέτουμε ενδεικτικά τις ακόλουθες:Το μύρο του Άγιου είναι το θαύμα του Θεού και η μεγάλη ευλογία του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου προς τους πιστούς Χριστιανούς που επικαλούνται τις ακοίμητες πρεσβείες του.
1) Δημήτριος Χρυσολωράς (τέλος 14ου - αρχές 15ου), σημειώνει ότι: "το μύρο του Αγίου Δημητρίου δεν είναι νερό, διότι είναι παχύτερο από τη γη ή με παρασκευαζόμενα αρώματα, ούτε συγκρίνεται με αυτά. Είναι θαυμασιώτερο και από τα φυσικά και από τα παρασκευαζόμενα αρώματα".
2) Ιωάννης Καμενιάτης, εξιστορεί την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς (904 μ.Χ.) και αποκαλεί Μυροβλύτη τον Άγιο Δημήτριο.
3) Κωνσταντίνος Ακροπολίτης (Μέγας Λογοθέτης, συναξαριστής, ρήτωρ και επιστολογράφος) 1321 μ.Χ., αναφερόμενος σε θαύμα του Αγίου (θεραπεία οφθαλμών) τον χαρακτηρίζει Μυροβλήτη.
4) Ισίδωρος (1342 - 1396) και Γαβριήλ (1397 - 1416), Αρχιεπίσκοποι Θεσσαλονίκης. Ο πρώτος ονομάζει τον Άγιο "Μυρορρόα" και ο δεύτερος "Μυροβλύτη".
5) Επιγραφή του 1284 μ.Χ. Βρέθηκε στο τέμενος Εσκί Σεράϊ και λέγει για το Ναό του Αγίου Δημητρίου "έχει εντός του μέγαν Μυροβλύτην".
6) Η λειτουργική παράδοση και ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας μετά το 10ο αιώνα με θαυμασμό και ευλάβεια αναφέρεται στον Μυροβλύτη Άγιο Δημήτριο.
Οι μαρτυρίες για το Μύρο του Αγίου Δημητρίου είναι πολλές, μεγάλη όμως είναι και η χάρη που ελάμβαναν και λαμβάνουν μέχρι σήμερα όσοι γίνονται αποδέκτες της ευλογίας του Μύρου. Τα θαύματα που επιτελεί ο Άγιος (παλαιά και συγχρονά) είναι πολλά και βαθυτάτη η ευγνωμοσύνη των πιστών που θεραπεύονται ή βοηθούνται ποικιλοτρόπως. 
Ο Μυροβλύτης και θαυματουργός Άγιος Δημήτριος, ανήκει όχι μόνον στη θεοφρούρητη πόλη, τη Θεσσαλονίκη, όπου διασώζεται ο πάνσεπτος Ναός του, κτίσμα του 5ου αιώνα, και το χαριτόβρυτο άγιο λειψανό του, αλλά και σε ολόκληρη την Οικουμένη, η οποία τον τιμά και τον ευλαβείται με συγκινητικές εκδηλώσεις εδώ και δέκα επτά αιώνες.
Κάτω από τη βασιλική του Αγίου Δημητρίου βρίσκεται ο ιερότερος χώρος του ναού, διατηρείται τμήμα από το ρωμαϊκό λουτρό στο οποίο μαρτύρησε ο Άγιος Δημήτριος.
Η Κρύπτη του Αγίου Δημητρίου, Πολιούχου Θεσσαλονίκης.
Η Κρύπτη, όπως ονομάζεται ο χώρος αυτός αποτέλεσε τον κύριο χώρο λατρείας του Αγίου Δημητρίου και σχετίστηκε με την μυροβλησία του. Σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου η λατρεία του Αγίου Δημητρίου ξεπερνούσε τα όρια της πόλης. 
Εορταστικές εκδηλώσεις, περιφορά της ιεράς εικόνος του Αγίου Δημητρίου. 
Κάθε Οκτώβριο γίνονται τα Δημήτρια, μεγάλη εορτή προς τιμή του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, στην οποία συρρέουν προσκυνητές από όλες τις χώρες του κόσμου για να τιμήσουν τον Άγιο.
Η λάρνακα με τα χαριτόβρυτα ιερά λείψανα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου.

Η λάρνακα με τα χαριτόβρυτα ιερά λείψανα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. 

Στιγμιότυπα από την τελετή του Αγίου Μύρου.

Στιγμιότυπα από την τελετή του Αγίου Μύρου.

Στιγμιότυπα από την τελετή του Αγίου Μύρου.

Απολυτίκιο (Ήχος γ΄)
Μέγαν εύρατο, εν τοις κινδύνοις, 
σε υπέρμαχον, η οικουμένη,
Αθλοφόρε τα έθνη τροπούμενον.
Ώς ουν Λυαίου καθείλες την έπαρσιν, 
εν τω σταδίω θαρρύνας τον Νέστορα, 
ούτως Άγιε Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, 
Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, 
δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις των Μαρτύρων η καλλονή και Θεσσαλονίκης,
Πολιούχος ο ευκλεής. Χαίροις Μυροβλύτα, Δημήτριε παμμάκαρ, 
ημών προς τον Σωτήρα, πρέσβυς θερμότατος.

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

24. O Άϊ-Γιώργης "ο μέθυσος ή μπεκρής"


Αναδημοσίευση από τον Σύνδεσμο Κληρικών Χίου
του Αριστείδου Γ. Θεοδωρόπουλου, Εκπαιδευτικού.

Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ο εν Νέα Εφέσω
 
Φορητή εικόνα του Αγίου δια χειρός Γ. Παπασταματίου.
Τη 5η του αυτού μηνός Απριλίου, μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου, 
ξίφει τελειωθέντος εν Νέα Εφέσω, κατά το έτος †1801
   Ο ένδοξος νεομάρτυρας του Χριστού Γεώργιος Διζλάλογλου, του οποίου ο πατέρας ωνομαζόταν Νικόλαος της Λάγλους, γεννήθηκε το 1756 στην Νέα Έφεσο, που είναι γνωστή και με το όνομα Κουσάντασι. Όταν ενηλικιώθηκε, παντρεύθηκε και απόκτησε παιδιά. Άρχισε όμως να ζη ακατάστατα και χωρίς να έχη τον έλεγχο της αυτοσυγκρατήσεως, επιδόθηκε ακατάσχετα στην κραιπάλη και στην ασωτία και κυριευμένος από το πάθος της μέθης, ωδηγήθηκε, με την δική του θέλησι, στην προδοσία της χριστιανικής του πίστεως. Έτσι τον Ιούλιο του 1798 και σε ηλικία σαράντα δύο ετών, ευρισκόμενος κάτω από την ακατάσχετη επήρεια της μέθης, παρουσιάσθηκε αυτόκλητα στον Τούρκο κριτή και δήλωσε, ότι αρνείται τον Χριστό και, ότι επιθυμεί να ασπασθή την μουσουλμανική θρησκεία.
   Μετά την άρνησι της χριστιανικής του ιδιότητος και την ομολογία της μουσουλμανικής πίστεως και προτού υποβληθή σε περιτομή, επέστρεψε στο σπίτι του και, αφού συνήλθε από το μεθύσι, συνειδητοποίησε το τρομερό αμάρτημά του. Γι’ αυτό και αποφάσισε να μετανοήση και να επανορθώση την προδοσία, που είχε διαπράξει.
   Ο συνειδησιακός του έλεγχος τον ανάγκασε να εγκαταλείψη τη Νέα Έφεσο και να καταφύγη στην Σάμο και συγκεκριμένα στην ιστορική κωμόπολι της Χώρας. Όμως ο Γεώργιος συνελήφθηκε και ωδηγήθηκε και πάλι στην Νέα Έφεσο, όπου και φυλακίσθηκε. Το γεγονός αυτό συνέβη, διότι την εποχή αυτή είχε αρχίσει στην Νέα Έφεσο η ανέγερσι μεγαλοπρεπούς χριστιανικού ναού επ’ ονόματι του Αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Το θεάρεστο αυτό έργο δεν ήταν όμως αρεστό στους μουσουλμάνους, οι οποίοι διέδωσαν την ψεύτικη είδησι, ότι οι χριστιανοί σκότωσαν τον Γεώργιο, επειδή αρνήθηκε τη χριστιανική του πίστι, και τον έθαψαν στα θεμέλια του νεοανεγειρόμενου ναού.
   Η διάδοσι αυτής της συκοφαντικής κατηγορίας, με την οποία δικαιολογείτο η εξαφάνισι του Γεωργίου στην Νέα Έφεσο, θα μπορούσε να οδηγήση στην κατεδάφισι του ναού και στην παραδειγματική τιμωρία των χριστιανών. Για να αποφευχθή μία τέτοια δραματική εξέλιξι, οι χριστιανοί έστειλαν τους δημογέροντες στον Τούρκο κριτή και στους διοικητές της περιοχής και τους διαβεβαίωσαν, ότι ο Γεώργιος βρίσκεται στην Σάμο και μάλιστα μπορούν να στείλουν ανθρώπους, για να το εξακριβώσουν. Έτσι μετά την σύλληψι του Γεωργίου και τον εγκλεισμό του στην φυλακή επί τρεις ημέρες υποβλήθηκε με την βία σε περιτομή και στην συνέχεια τον διώρισαν επιστάτη και φύλακα σε ένα τζαμί, όπου έμεινε εκεί δέκα μήνες. Μέσα στο μουσουλμανικό τέμενος επιδόθηκε με τέτοια μανία στο πάθος της μέθης, ώστε κόντεψε να μετατρέψη τον χώρο σε οινοπωλείο.
   Όμως η επιθυμία του να εξομολογηθή και να μετανοήση για το βαρύτατο αμάρτημά του, τον ωδήγησε στο να βρη την κατάλληλη ευκαιρία, για να δραπετεύση. Έτσι κρυφά μετέβη στην Σάμο και πέρναγε τον καιρό του άλλοτε εκεί και άλλοτε στην Πάτμο, ενώ παράλληλα εξωμολογήθηκε το θανάσιμο αμάρτημά του και έζησε συντετριμμένος σε ειλικρινή μετάνοια. Ο γενναίος αθλητής του Χριστού έλαβε τότε την απόφασι να ομολογήση με παρρησία τον Ιησού Χριστό και να εξαλείψη το αμάρτημά του, θυσιάζοντας και την ίδια του ακόμη την ζωή. Γι’ αυτό τον λόγο παρουσιάσθηκε στον Βοεβόδα της Σάμου και ωμολόγησε με ξεχωριστή γενναιότητα τον Χριστό, ως τον μόνο και αληθινό Θεό.
   Η ακλόνητη και σταθερή πίστι του Γεωργίου εξαγρίωσε τόσο πολύ τον Βοεβόδα, ώστε έδωσε την εντολή να τον ξυλοκοπήσουν με χίλιους ραβδισμούς και να τον οδηγήσουν στην συνέχεια αιμόφυρτο στην φυλακή. Μόλις πληροφορήθηκαν οι δημογέροντες της Σάμου τα βασανιστήρια και τον εγκλεισμό του Γεωργίου στην φυλακή, πήγαν στον Βοεβόδα και, αφού τον δωροδόκησαν με ένα σεβαστό χρηματικό ποσό, αφέθηκε ελεύθερος ο Γεώργιος. Το γεγονός όμως αυτό λύπησε τον Γεώργιο, διότι δεν είχε πετύχει τον σκοπό του, ο οποίος ήταν να μαρτυρήση για τον Χριστό. Γι’ αυτό και έφυγε από την Σάμο την 1η Μαρτίου 1801 και επέστρεψε στην γενέτειρά του, τη Νέα Έφεσο, αποφασισμένος να λάβη τον στέφανο του μαρτυρίου για την αγάπη του Χριστού.
   Στην πατρίδα του κυκλοφορούσε και συμπεριφερόταν πλέον με πολλή σεμνότητα, ταπεινοφροσύνη και εγκράτεια και ζητά την συγχώρησι από όλους τους γνωστούς και τους φίλους του. Τρεις ημέρες πριν να παρουσιασθή και να ομολογήση με παρρησία την χριστιανική του πίστι, επισκεπτόταν τον τόπο, όπου στις 3 Σεπτεμβρίου 1794 οι Τούρκοι κρέμασαν σε μία μουριά τον Άγιο νεομάρτυρα Πολύδωρο. Μάλιστα καθόταν απέναντι από το δένδρο, στο οποίο απαγχονίσθηκε ο Άγιος Πολύδωρος και κοιτάζοντάς το επίμονα, βρισκόταν σε έντονη περισυλλογή, σκεπτόμενος το δικό του μαρτύριο. Στην πατρίδα του συνάντησε και ένα παλιό του χριστιανό φίλο, ονόματι Γεώργιο, ο οποίος είχε διακόψει τις σχέσεις μαζί του μετά την άρνησι της χριστιανικής του πίστεως. Ο παλαιός αυτός φίλος τον ρώτησε τον λόγο, για τον οποίο τα πόδια του Γεωργίου ήταν ταλαιπωρημένα και γεμάτα πληγές, ενώ το υπόλοιπο σώμα του ήταν καθαρό και ανέγγιχτο. Τότε ο αθλητής του Χριστού Γεώργιος του διηγήθηκε, ότι βρισκόμενος στην Σάμο παρουσιάσθηκε στον Βοεβόδα και αφού ωμολόγησε με παρρησία τον Ιησού Χριστό, δέχθηκε στα πόδια του ραβδισμούς και ωδηγήθηκε στην φυλακή.
   Για να δοθή η αφορμή να μαρτυρήση για την χριστιανική του πίστι, πήγε σε ένα καφενείο και προσπάθησε να προκαλέση επεισόδιο και να έλθη σε σύγκρουσι με τον καφετζή, αλλά ο καφετζής ήταν άνθρωπος υπομονετικός και έτσι η προσπάθειά του υπήρξε ανεπιτυχής. Γι’ αυτό και εγκατέλειψε τέτοιου είδους προσπάθειες και μεθοδεύσεις και αποφάσισε να παρουσιασθή ο ίδιος μπροστά στον Τούρκο κριτή και να ομολογήση την χριστιανική του πίστι. Έτσι στις 3 Απριλίου 1801, ημέρα Τετάρτη και ώρα τρεις το μεσημέρι, παρουσιάσθηκε μπροστά στον κριτή και πέταξε κάτω το σαρίκι του. Αμέσως τον ρώτησε ο κριτής, ποιός είναι και ποιό είναι το αίτημά του.
   Τότε ο γενναίος αθλητής της πίστεως απάντησε, ότι ήταν χριστιανός και έγινε στην συνέχεια μουσουλμάνος με την δική του θέλησι, πιστεύοντας, ότι η μουσουλμανική θρησκεία είναι καθαρή και τίμια. Στην συνέχεια όμως διαπίστωσε, ότι πρόκειται για μιαρή και ολέθρια θρησκεία. Γι’ αυτό τον λόγο βρίσκεται εδώ, για να ομολογήση ότι ήταν και εξακολουθεί και τώρα να είναι χριστιανός με την χάρι του Θεού, και ότι το όνομά του είναι Γεώργιος. Η θαρραλέα αυτή ομολογία πίστεως έκανε τον κριτή να θεωρήση ότι πρόκειται για έναν μεθυσμένο ή τρελλό. Ο ένδοξος όμως μάρτυρας απάντησε, ότι τίποτα από τα δύο δεν συμβαίνει, αλλά επέστρεψε στην χριστιανική του πίστι, η οποία είναι η μόνη αληθινή και σωτήρια θρησκεία. Η γενναία αυτή απάντησι του Γεωργίου προκάλεσε την οργή του Τούρκου κριτή σε τέτοιο βαθμό, ώστε έδωσε την εντολή να οδηγηθή αλυσοδεμένος στην φυλακή.
   Μάλιστα ο ένδοξος μάρτυρας του Χριστού αναρωτήθηκε και ρώτησε γιατί θέλουν να τον δέσουν, αφού ούτε κλέφτης ούτε φονιάς είναι και δεδομένου, ότι ήρθε με τη θέλησί του να δηλώση την χριστιανική του ιδιότητα. Κανείς δεν γνωρίζει τα βασανιστήρια, στα οποία υποβλήθηκε ο μάρτυρας εκείνη τη νύχτα.
   Το βράδυ της Πέμπτης τον επισκέφθηκαν στην φυλακή απεσταλμένοι των τουρκικών αρχών και προσπάθησαν να τον παροτρύνουν να ασπασθή την μουσουλμανική θρησκεία, με απώτερο σκοπό να τον αποφυλακίσουν, ενώ άλλοι του υποσχέθηκαν χρήματα και δώρα. Εκείνος όμως παρέμεινε σταθερός και ακλόνητος στην χριστιανική του πίστι και δήλωσε με παρρησία, ότι είναι χριστιανός και ότι θέλει να πεθάνη ως χριστιανός. Η επιμονή και η ανένδοτη στάσι του εξαγρίωσε μερικούς, οι οποίοι με μανία επιτέθηκαν εναντίον του ξεσχίζοντας με τα νύχια τους τα πλέον ευαίσθητα μέλη του σώματός του. Την Παρασκευή συγκεντρώθηκαν όλοι στο δικαστήριο και αποφάσισαν να φέρουν τον μάρτυρα, για να τον δικάσουν.
   Ο Γεώργιος ωδηγήθηκε αλυσοδεμένος με τα χέρια πίσω και ο κριτής προσπάθησε με πράο και μειλίχιο ύφος να τον συνετίση και να τον παρακινήση να ομολογήση έστω και τυπικά την μουσουλμανική του πίστι και μετά ας πάη, όπου θέλει και ας ακολουθήση, όποιο θρήσκευμα επιθυμεί. Ο Γεώργιος όμως απάντησε, ότι είναι χριστιανός. Τότε κάποιος ισχυρίστηκε, ότι οι ιερείς των χριστιανών είναι αυτοί που τους καθοδηγούν και τους διδάσκουν να ομολογούν την πίστι τους εκεί, όπου την έχουν αρνηθή. Οι δικαστές επιχείρησαν να τον βγάλουν φρενοβλαβή και να τον απολύσουν με αυτή την αιτιολογία, αλλά η προσπάθεια υπήρξε άκαρπη, αφού στο ερώτημα του μουφτή, εάν τα ενενήντα ή τα εκατό είναι περισσότερα, ο Γεώργιος απάντησε, ότι αυτό το γνωρίζουν ακόμη και τα μωρά παιδιά.
   Βλέποντας ο κριτής την αμετάβλητη στάσι του μάρτυρα, αποφάσισε να τον εκτελέσουν διά ξίφους και όχι δι’ απαγχονισμού. Οι δήμιοι τον άρπαξαν με μανία και με ραβδισμούς τον ωδήγησαν στον τόπο της εκτελέσεως, δίδοντας την εντολή να γονατίση. Μόλις κάποιος έβγαλε το σπαθί του και προσπάθησε να τον φοβίση, ένας Τούρκος ονόματι Οσμάν, απευθύνθηκε στον Γεώργιο και του ζήτησε να μετανοήση και να σώση την ζωή του, αλλά ο γενναίος αθλητής του Χριστού δήλωσε, ότι είναι χριστιανός. Τότε ο δήμιος έδωσε την εντολή να σκύψη το κεφάλι και ο ένδοξος μάρτυρας Γεώργιος δέχθηκε με πνευματική αγαλλίασι τον δι’ αποκεφαλισμού μαρτυρικό του θάνατο. Το γεγονός έλαβε χώρα στις 5 Απριλίου 1801, ημέρα Παρασκευή και ώρα 3 το μεσημέρι. Με αυτόν τον τρόπο ο Γεώργιος έλαβε τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου και συναριθμήθηκε στην χορεία των αθλητών της πίστεως κατά την σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Φορητή εικόνα του Αγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου του εν Ν. Εφέσω αθλήσαντος δια χειρός Μαξίμου ιερομονάχου. Ο Άγιος κατέφυγε και διέμεινε στη Χώρα της Σάμου, όπου τιμάται κατ' έτος πανηγυρικά η μνήμη του.
Απόδειξι της ευαρέσκειας και της χάριτος του Θεού αποτελούν και τα θαύματα, τα οποία επακολούθησαν μετά την μαρτυρική τελείωσί του. Τη νύχτα της Παρασκευής 5 Απριλίου 1801 και ξημερώνοντας Σάββατο, άπλετο φως ακτινοβόλησε από το μαρτυρικό σώμα του νεομάρτυρα Γεωργίου και το λαμπερό υπερκόσμιο αυτό φως, το οποίο έγινε αντιληπτό τόσο από τους χριστιανούς όσο και από τους μουσουλμάνους, φαινόταν ακόμη και στο μαρτυρικό του αίμα. Την επόμενη ημέρα γνωστοποιήθηκε το θαύμα και ο κριτής διέταξε να πάρουν το λείψανο και να το ενταφιάσουν στον τάφο του Αγίου Πολυδώρου, που τελειώθηκε με απαγχονισμό. Μάλιστα κατά την διάρκεια της ταφής υπήρξαν χριστιανοί που πήραν για ευλογία τρίχες του κεφαλιού του, ενώ άλλοι έκοψαν τεμάχια από τα αιματοβαμμένα ενδύματά του ως πηγή ιάσεως γι’ αυτούς, που υπέφεραν από τον πυρετό και την ελονοσία. Γι’ αυτό και στην λαϊκή συνείδησι ο νεομάρτυρας Γεώργιος καθιερώθηκε ήδη από την εποχή του μαρτυρίου του ως θεράπων της ελονοσίας.
   Αλλά τα θαύματα του Αγίου συνεχίσθηκαν και μετά από το ένδοξο μαρτύριό του. Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο (1721-1813), ο Νικόλαος Καρπάθιος υπέφερε για πολλές ημέρες από ισχυρό πόνο στην κοιλιά και παρόλο που χρησιμοποίησε διάφορα φάρμακα, δεν θεραπεύθηκε από τον πόνο. Απελπισμένος πήγε τότε στον τάφο του Αγίου και αφού προσευχήθηκε με ευλάβεια και με δάκρυα, ο ένδοξος νεομάρτυρας του Χριστού Γεώργιος παρουσιάσθηκε σε όραμα στον ύπνο του, φορώντας ένδυμα όμοιο με αυτό του Αγίου Παντελεήμονος. Ο Άγιος τον ρώτησε τι θέλει και αφού άγγιξε με μία βέργα την κοιλιά του στο σημείο, όπου πονούσε, αμέσως ο πόνος σταμάτησε και ο ασθενής έγινε τελείως καλά. Μετά την θεραπεία του δόξασε τον Θεό και ευχαρίστησε τον Άγιο. Από το έτος 1806, δηλαδή μόλις πέντε χρόνια μετά το μαρτύριο του Αγίου, η τιμία κάρα του φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου του Αγίου Όρους μέσα σε ασημένια οκτάπλευρη λειψανοθήκη, που έχει σχήμα δισκοπότηρου και φέρει ανάγλυφη εξωτερικά την μορφή του Αγίου, ενώ την ασματική του ακολουθία έκανε ο Όσιος Νικηφόρος ο Χίος (1750-1821).
   Ο Άγιος Γεώργιος ο εξ Εφέσου τιμάται με την πρέπουσα εκκλησιαστική λαμπρότητα στο ιστορικό και εύανδρο νησί της Σάμου, αφού σύμφωνα με το συναξάριό του, κατέφυγε και διέμεινε στην Σάμο και συγκεκριμένα στην ιστορική κωμόπολι της Χώρας στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού. Είναι ενδεικτικό ότι και η Τοπική Εκκλησία της Σάμου μνημονεύει τον Άγιο Γεώργιο ως νεομάρτυρα «εκ Χώρας Σάμου και εν Εφέσω αθλήσαντα», ενώ στην λαϊκή παράδοσι του νησιού φέρει την επωνυμία «ο Άϊ-Γιώργης ο μέθυσος ή μπεκρής», που δικαιολογείται από τον έκλυτο βίο του και το πάθος της μέθης, το οποίο και τον ωδήγησε στον εξισλαμισμό του.
   Ο πρώτος εορτασμός της μνήμης του Αγίου νεομάρτυρα Γεωργίου στην Σάμο, ο οποίος μέχρι και το 1995 είχε καθιερωθή να τελήται την Κυριακή του Παραλύτου (Δ΄ Κυριακή από του Πάσχα), έλαβε χώρα την Κυριακή 7 Μαΐου 1967 προεξάρχοντος του αοίδιμου Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας Παντελεήμονος Χρυσοφάκη (του και μετέπειτα Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης). Στις 17 Μαΐου 1970 ετέθη ο θεμέλιος λίθος για την ανέγερσι του ομωνύμου Ιερού Ναού του Αγίου στην Χώρα της Σάμου και σε οικόπεδο, το οποίο δωρήθηκε από τον Εμμανουήλ Λ. Χατζηνικολάου στην μνήμη της μητέρας του Καλλιόπης.
   Ο Ιερός Ναός του Αγίου νεομάρτυρα Γεωργίου Χώρας Σάμου, του οποίου τα θυρανοίξια τελέσθηκαν με την πρέπουσα εκκλησιαστική τάξι από τον αείμνηστο Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας Παντελεήμονα Μπαρδάκο την Κυριακή του Παραλύτου 25 Μαΐου 1975, αποτελεί το επίκεντρο των λατρευτικών εκδηλώσεων προς τιμήν του Αγίου.
Ο θεμελιωθείς το 1970 και εγκαινιασθείς το 2001 Ιερός Ναός του Αγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου Χώρας Σάμου.

Ο εορτασμός των 200 ετών από το ένδοξο μαρτύριο του Αγίου συνδυάστηκε και με τα εγκαίνια του ομωνύμου Ιερού Ναού της Σάμου στις 13 Μαΐου 2001 
Από το 1996 και με απόφαση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσεβίου ορίστηκε να εορτάζεται κατ’ έτος πανηγυρικά η μνήμη του την Κυριακή της Σαμαρείτιδος (Ε΄ Κυριακή από του Πάσχα). Με ιδιαίτερη λαμπρότητα και με την παρουσία πλήθους πιστών τελέσθηκε η πανήγυρη του Αγίου την Κυριακή της Σαμαρείτιδος 13 Μαΐου 2001, κατά την οποία τελέσθηκαν με κάθε επισημότητα τα εγκαίνια του ομωνύμου Ιερού Ναού επ’ ευκαιρία της επετειακής συμπληρώσεως των 200 ετών από το ένδοξο μαρτύριο του Αγίου (1801 - 2001). 
Την Κυριακή της Σαμαρείτιδος στις 13 Μαΐου 2001 τελέσθηκαν από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσέβιο τα εγκαίνια του Ιερού Ναού του Αγίου στη Χώρα της Σάμου επ' ευκαιρία της συμπληρώσεως 200 ετών από τη μαρτυρική του τελείωση (1801-2001)

Ο Μητροπολίτης Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσέβιος στα εγκαίνια του Ιερού Ναού του Αγίου στη Χώρα της Σάμου επ' ευκαιρία της συμπληρώσεως 200 ετών από τη μαρτυρική του τελείωση (1801-2001)

Στιγμιότυπο από την Αρτοκλασία στον Πανηγυρικό Εσπερινό της εορτής του Αγίου χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσεβίου.


Ο εορτασμός του Νεομάρτυρος Γεωργίου.

Στις 2 Ιουνίου ( Κυριακή της Σαμαρείτιδος ) τιμήθηκε με λαμπρότητα στον ομώνυμο Ιερό Ναό η μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου του εκ Χώρας Σάμου και εν Εφέσω αθλήσαντος. Κατά το πρόγραμμα τόσο στον πανηγυρικό εσπερινό (01/06) όσο και στη Θεία Λειτουργία (02/06) προέστη ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ.κ Ευσέβιος συμπαραστατούμενος από ιερείς και διακόνους ενώ έψαλλε η χορωδία της Εκκλησιαστικής Σχολής Βυζαντινής Μουσικής της Ιεράς Μητροπόλεώς. Μετά τον εσπερινό λιτανεύθηκε η Τιμία Κάρα και η ιερά Εικόνα του Αγίου Νεομάρτυρος πέριξ του Ιερού Ναού. Τον Άγιο Νεομάρτυρα τίμησαν οι τοπικές Αρχές και πλήθος χριστιανών.

Στιγμιότυπο από την Αρτοκλασία στον Πανηγυρικό Εσπερινό της εορτής του Αγίου χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσεβίου. Διακρίνεται αριστερά η λειψανοθήκη με την τίμια κάρα του Αγίου.

Στιγμιότυπο από την Αρτοκλασία στον Πανηγυρικό Εσπερινό της εορτής του Αγίου χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσεβίου.

Ο ομώνυμος Ιερός Ναός του Αγίου στη Χώρα της Σάμου αποτελεί το επίκεντρο των λατρευτικών εκδηλώσεων στον ετήσιο πανηγυρικό εορτασμό της μνήμης του την Κυριακή της Σαμαρείτιδος.
Είθε ο τιμώμενος στη Σάμο, όπου κατέφυγε και διέμεινε, Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος, ο μαρτυρήσας στη Νέα Έφεσο κατά το έτος 1801, να καταστεί οδηγός και καθοδηγητής για την εν Χριστώ ζωή και σωτηρία μας, διδάσκοντας με την ειλικρινή μετάνοιά του, με το ακμαίο αγωνιστικό του φρόνημα και με τη σθεναρή ομολογία της χριστιανικής του πίστεως. 

Από την θέση αυτή το blog Η ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ, θέλει να εκφράσει τις πολλές ευχαριστίες της, στον κ. Αριστείδη Θεοδωρόπουλο - Εκπαιδευτικό, για την άδεια και την μεγάλη βοήθεια σ΄αυτήν την δημοσίευση, για τον Άγιο Νεομάρτυρα Γεώργιο τον εν Νέα Εφέσω. 


Βιβλιογραφία

1) Βαρβούνη Μ. Γ., Ο Άγιος Γεώργιος ο εξ Εφέσου (1801), Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 1996.
2) Βαρβούνη Μ. Γ., Ο Άγιος Γεώργιος ο εξ Εφέσου (1801), Αγιορείτικες καταβολές και νεοελληνικές περιπέτειες ενός μικρασιάτη νεομάρτυρα, Σαμιακά Λαογραφικά και Εκκλησιαστικά Σύμμικτα, Τόμος Γ΄, Έκδοση Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ν. Σάμου, Αθήνα 2005.
3) Κλειδωνιάρη Ελευθερίας Α., Οι Άγιοι της Σάμου, Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Σάμου και Ικαρίας, Σάμος 1997.
4) Μητροπολίτου Σιδηροκάστρου Ιωάννου, Ο νεομάρτυς Γεώργιος Διζλάλογλου, Έκδοσις Ιεράς Μονής Τιμίου Σταυρού, Σάμος 1984.
5) Σπύρου Πλουτάρχου - Στυλιανού Κ., Η Χώρα της Σάμου 1572 - 2009, Σάμος 2009.

Πηγές:
Α) Νέος Συναξαριστής, Απρίλιος, σελ. 59-60
Β) Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Απρίλιος, σελ. 69-71.
Γ) Νέον Λειμωνάριον, σελ. 118

Σάββατο 5 Απριλίου 2014

23. Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης, Οσία Μαρία η Αιγυπτία… απέτυχε ως πόρνη και νίκησε ως ασκήτρια

Πριν 1.400 χρόνια μια κοπέλα, μόλις δώδεκα ετών, κάπου στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, μπλέκεται στα δίχτυα του αγοραίου έρωτα. Δίνεται με σώμα και ψυχή στην πτώση, στην αμαρτία, στη φθορά.
Η σαρκολατρεία, η ηδονοθηρία, η ακόρεστη λαγνεία την κατακυριεύουν πολύ νωρίς. Επί δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια ζούσε αχόρταγα αυτή τη ζωή δίχως αναστολές, ντροπές, επιφυλάξεις, ενοχές και τύψεις. Θεωρούσε τον εαυτό της ελεύθερο, ανεξάρτητο, ανεξέλεγκτο και ακατανίκητο. Θαύμαζε την ωραιότητά της, τα πλούτη της, τις κατακτήσεις της και την προκλητικότητά της.
Ένα θαυμαστό σημείο που της συνέβη στα Ιεροσόλυμα και δεν μπορούσε να εισέλθει στο ναό την έκανε να γονατίσει, να δακρύσει, να θυμηθεί την αθωότητα των παιδικών της χρόνων. Άρχισε να κλαίει. Άρχισε η μεταστροφή της. Η φιλόσαρκη γίνεται ξαφνικά φιλόθεη. Μεταμορφώνεται, ξεμασκοφορεί, φιλοκαλεί, ανασταίνεται. Στην καρδιά της, μετά από αυτή την απρόσμενη υπαρξιακή αλλαγή, κυριαρχεί ο θεός έρωτας. Η ζωή της λαμβάνει βαθύ νόημα. Πρόκειται για μια ηρωίδα, μάρτυρα και οσία.
Αναχωρεί για την έρημο, την πέραν του Ιορδάνου, αποφασιστικά και ανυποχώρητα. Οι λογισμοί επιστροφής στην πρότερη ζωή δεν την αφήνουν να ησυχάσει ούτε για ένα λεπτό. Τυραννιέται από τους σφοδρούς κι αισχρούς λογισμούς επί δεκαεπτά χρόνια. Όσα χρόνια ζούσε στην αμαρτία. Κόντεψε ν’ απελπιστεί. Έγινε ένας σκελετός από τη νηστεία.
Κυκλοφορούσε σαν ένα αγρίμι της ερήμου. Η αφιλόξενη έρημος, η ξένη γη, πέτρες και σπηλιές υπήρξαν κατοικίες. Έζησε άλλα είκοσι τρία χρόνια δίχως τον φοβερό πόλεμο των λογισμών. Εξαϋλώθηκε. Η περίφημη πόρνη έγινε η μεγαλύτερη ασκήτρια όλων των αιώνων.
Ο αββάς Ζωσιμάς ιεραποδημώντας μια Σαρακοστή στην έρημο είδε μια σκιά περιπλανώμενη. Όταν αντελήφθη ότι ήταν μια γυναίκα, κάλυψε με το ιμάτιό του τη γύμνια της και πληροφορήθηκε με συγκίνηση τη θαυμαστή ζωή της. Επιστρέφοντας την κοινώνησε. Μετά ένα έτος τη βρήκε νεκρή. Σ’ ένα κεραμίδι είχε σημειώσει ότι ανεπαύθη μόλις κοινώνησε.
Η αμαρτία δεν είναι απλά η παράβαση του νόμου, αλλά έλλειψη αγάπης στον Θεό. Η αμαρτία φαντάζει πάντα πολύ ωραία, λίαν ελκυστική και σαγηνευτική. Συλλαμβάνεται στο νου, αποδέχεται και διαπράττεται. Η αμαρτία συνηθίζει να στερεί τη μακάρια γαλήνη της ψυχής. Η συννεφιά που προηγείται της αμαρτίας, μετά τη διάπραξή της υποχωρεί και ο άνθρωπος βλέποντας τη γυμνότητά του στενοχωρείται, θλίβεται κι έχει τύψεις. Η ουρά του διαβόλου επεμβαίνει, ώστε ο άνθρωπος ν’ απογοητευτεί και να μη θέλει να μετανοήσει.
Ο μέγας ψυχοανατόμος, όσιος Ιωάννης της Κλίμακος, όρισε με καταπληκτική σαφήνεια τα στάδια της αμαρτίας: Προσβολή, συνδυασμός, συγκατάθεση, αιχμαλωσία, πάλη, πάθος. Το πάθος γίνεται συνήθεια αγαπητή και χρόνια που παρασύρει τον άνθρωπο δίχως αντιστάσεις. Η αμαρτία σκοτίζει τον άνθρωπο. Σήμερα θεωρείται αδιάφορα, έχει γίνει κανόνας, ο άνθρωπος νομίζει πως κάνοντας ό,τι θέλει είναι και ελεύθερος. Όποιος νόμος και αν ψηφισθεί, η αμαρτία δεν θα παύσει να είναι αμαρτία και να ενοχλεί την ψυχή κάθε τίμιου, σοβαρού κι ευσυνείδητου ανθρώπου. Φθάσαμε το αφύσικο να το λέμε φυσικό και το παράλογο λογικό. Αποτέλεσμα της αμαρτίας: αποξένωση, απομόνωση, κενό, μοναξιά, απόγνωση και στενοχώρια.
Η οσία Μαρία συνδράμει στοργικά στη μεταστροφή όλων. Απέτυχε ως πόρνη και νίκησε ως ασκήτρια. Πρόκειται για τρομερά γενναία γυναίκα. Εμπνέει. Συνεγείρει τους αμαρτωλούς. Μη φοβάται κανείς τις λέξεις αλλά τις ανειρήνευτες πράξεις. Τελειώνει η Σαρακοστή και η Αλεξανδρινή Μαρία μας σκουντά να προχωρήσουμε άφοβα. Μας παρακινεί προς επαναπροσανατολισμό και να μας πει εμπιστευτικά πως και οι πόρνες μπορούν να θέλουν να γίνουν όσιες …

(Πηγή: Εφημερίδα «Μακεδονία» 13/4/2008)
Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης

22. Οσία Μαρία η Αιγυπτία...Παράδειγμα και πρότυπο μετανοίας

 Εγεννήθηκε στην Αίγυπτο το 345μ.Χ., πολύ δε νωρίς άνθησε και ακτινοβόλησε θαυμασία η φυσική της ωραιότης. Αλλ’ η ανατροφή της δεν υπήρξε ικανή να διορθώση και να χαλιναγωγήση την εκτάκτως θερμήν και φλογεράν κράσιν της.
Μάταια οι γονείς της την συμβούλευσαν, και ανωφελώς οι ιερείς την ενουθέτησαν. Άκουεν αλλά για να παρακούη.
Κατά τους βιογράφους της, από δωδεκαετούς ηλικίας, την είχε κατακυριευμένην η μανία της ηδονής. Αδιάφορη προς τους καλλωπισμούς, μη δίνωντας καμμίαν προσοχήν εις τα χρήματα και τις παρόμοιες επιδείξεις, στις οποίες αρέσκονται οι πολυθέλγητροι και περιζήτητοι από τον διεφθαρμένο πλουσιόκοσμο συνεργάτες, αυτή ήθελε μόνον να ευχαριστή τα καίοντα σαρκικά πάθη της. Γι’ αυτό αντί να την κυνηγούν, κυνηγούσε.
Επί 17 ολόκληρα έτη διέρρευσε μ’ αυτό τον τρόπο η ζωή της, χωρίς φόβον Θεού, χωρίς ντροπήν ανθρώπων. Αλλ’ η θεία πρόνοια και στοργή δεν απεσύρθη απ’ αυτήν.
Παρ’ όλον το μέγεθος της ενοχής της υπήρχε κάποια γι’ αυτήν ελαφρυντικότητα αυτή ακριβώς η υπερβολή της σαρκικής μανίας της, η οποία φαίνόταν ότι την παρέσυρεν ασυνειδήτως και την έσπρωχνεν ακατασχέτως προς την αμαρτίαν. Εις τρόπον ώστε απέβαινε μάλλον όχι εργάτις της αναισχυντίας της τόσης, αλλά θύμα αυτής και έρμαιον του βδελυρού εκείνου και εξευτελιστικού πάθους, το οποίον την κατετυράννει ως μυστηριώδης και ακαταμάχητος νόσος του φυσικού και ηθικού οργανισμού της.
Ποίος ήθελε την απαλλάξει ;
Περί το έτος 375, τριακοντούτις πλέον περίπου, αλλά με ακμαίαν ακόμη την καλλονήν και ακεραίους τους αμαρτωλούς της οίστρους, απεφάσισε να μεταβή εις Ιεροσόλυμα κατά Σεπτέμβριον μήνα, ότε εορτάζεται η ύψωσις του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού.
Τι έκαμε την Αιγυπτίαν να παρακολουθήση τους δι’εκεί προσκυνητάς ;
Κατά τινα των βιογράφων της, περιπατούσα προς την θάλασσαν, όπου ειλκύοντο οι ζητούντες αναψυχήν κατά την θερμήν εκείνην-εν Αιγύπτω μάλιστα- εποχήν, είδε πολύν όχλον Λιβύων και Αιγυπτίων, οι οποίοι εσπευδαν προς την παραλίαν. Ηρώτησε λοιπόν εκ περιεργείας και της είπαν ότι τα σμήνη εκείνα ητοιμάζοντο δια τα Ιεροσόλυμα, όπου μετ’ ολίγας ημέρας θα εωρτάζετο η ύψωσις του τιμίου Σταυρού. Η πληροφορία αυτή ήρκεσε να διεγείρη εις την ψυχήν της Μαρίας τον πόθον του να συνακολουθήση.
Ωφείλετο τούτο εις φωνήν ευσεβείας, η οποία ανεδόθη από τα σύσκια βάθη της ψυχής της εν στιγμή σαρκικού κόρου και εκκρούσεως πνευματικού τινος σπινυήρος Ή προήρχετο από την πλάνητα ακαταστασίαν της διεφθαρμένης γυναικός, η οποία επόθησεν απλώς να ίδη νέους τόπους και να συνάψη νέας γνωριμίας ;
Οι βιογράφοι της αποκλίνουν μάλλον προς την δευτέραν γνώμην. Αλλ’ εγώ νομίζω ότι εις την καρδίαν της εταίρας εκείνης είχεν ήδη αρχίσει μυστηριωδώς η σωτήριος μεταβολή. Διότι μάταια οι φιλόσαρκοι ζητούν να σβύσουν τους φλογερούς της ψυχής πόθους εις την απόλαυσιν ισχυρών, αλλά ματαίων και ευτελών ηδονών. Και τότε, εάν η ψυχή δεν εσάπισε αρχίζει να ακούη και τας εξ ουρανού φωνάς, που πρίν έσβυναν μέσα εις τας αενάους και θορυβώδεις ανακινήσεις του σαρκικού βορβόρου.
Η Μαρία η Αιγυπτία εισήρχετο ήδη εις τοιαύτην περίοδον. Ήτο το παγιδευμένον πτηνόν, το οποίον ήρχιζε ν’ανακινή προς την απαλλαγήν τας πτέρυγάς του, η ψυχή η όζουσα, εντός της οποίας ανέτελλεν ο πόθος νέας ζωής, καθαράς και ευώδους. Εντός των οδών και των καταγωγίων της Αλεξανδρείας είχε λησμονήσει και Ιεροσόλυμα και Σταυρόν και τον Λυτρωτήν, τον χύσαντα το αίμα του υπέρ της σωτηρίας των ανθρώπων. Τι είχεν όμως κερδήσει; Η υπερβολή της αμαρτίας της την είχε περιβάλει και με υπερβολήν αίσχους.
Τον εξευτελισμόν αυτόν τον αντελαμβάνετο ήδη. Η ηθική όρασις, με την οποίαν ο Δημιουργός οπλίζει τας ψυχάς, δεν είχεν υποστή τελείαν την καταστροφήν εντός της. Βαρύς καταρράκτης, πρωίμως παγιωθείς, την έκαμε τυφλήν. Αλλά τώρα η νόσος ήρχισε να διαλύεται, και η Αιγυπτία αθυμούσε, βλέπουσα, έστω και παροδικώς και αμυδρώς προς το παρόν, τη αθλίαν ποιότητά της.
Αυτή ήτο η ψυχολογική της κατάστασις, όταν, παρά την θάλασσαν της Αλεξανδρείας, είδε τους δια τα Ιεροσόλυμα προσκυνητάς και ήκουσεν ότι όλοι εκείνοι οι συρρέοντες δι’ απόπλουν άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, εκινούντο από τον πόθον του να παρασταθούν εις την πανήγυριν της υψώσεως του τιμίου Σταυρού. Η Αιγυπτία, εις το άκουσμα τούτο, ανεμνήσθη. Ανεμνήσθη την πολύ μικράν ηλικίαν της, όταν εζούσε πλησίον των γονέων της εις την κωμόπολίν των την ήσυχον, την οποίαν προ τόσου καιρού είχεν αυτή εγκαταλείψει. Τότε, παιδίσκη ακόμη αδίαφθορος, επήγαινεν εις την εκκλησίαν και είχεν ακούσει περί της ευρέσεως του τιμίου Σταυρού, χάριν του οποίου μία ένδοξος μητέρα του κραταιοτέρου αυτοκράτορος, έκαμε το ταξείδιον εις Ιεροσόλυμα, εθεώρησε δε την ανακάλυψίν του ως το ευτυχέστερον της ζωής της γεγονός. Η ανάμνησις εκείνη, ασθενώς εις την ψυχήν της επανακάμψασα, επέμενεν ουχ ήττον. Και η ευσπλαγχνία του Θεού παρενέβη αμέσως. Η Αιγυπτία, υπό μυστικήν ώθησιν, απεφάσισε την εις Ιεροσόλυμα μετάβασιν, χωρίς και αυτή να γνωρίζη ποίαν επιρροήν έμελλε να εξασκήση τούτο δια παντός εις την ζωήν της την έπειτα.
Εισελθούσα εις εν από τα πλοία, τα έτοιμα δια το ιερόν εκείνο ταξίδιον, άφηνε μετ’ ολίγον την πόλιν της Αλεξανδρείας, μάρτυρα του ελεεινού της βίου, της εσχάτης καταπτώσεως και καταισχύνης της. Και ευτυχώς δεν έμελλε να την επανιδή πλέον ποτέ.
Φθάσασα εις Ιεροσόλυμα, δεν είχε αποθέσει ακόμη τον παλαιόν άνθρωπον, τα ένστικτα της σαρκικότητος διετήρουν ακόμη το κράτος των επί της ψυχής και των πράξεών της. Η πάλη όμως είχεν εισδύσει εντός της. Εάν η αμαρτία την παρέσυρεν, αλλά δεν την έτερπε πλέον και δεν την ηυχαρίστει ως πριν. Ωλίσθαινε, παρεσύρετο, κατέπιπτεν, αλλά και υπέφερεν. Εν αυτή ετελείτο ο ηθικοσαρκικός εκείνος αγών, ο οποίος διαδραματίζεται εντός του ταλαιπώρου ανθρώπου, του μη γνωρίσαντος ακόμη τον Λυτρωτήν Ιησούν, και το οποίον τόσον δυνατά εχρωμάτισεν ο απόστολος Παύλος. Η Αιγυπτία έκαμνε το κακόν, και όμως ετύπτετο απ’ αυτό. Ενώ δε πάλιν την ετυράνει, η δύναμις της παλαιάς συνηθείας και της μακράς εξοικειώσεως την έρριπτεν εις τα ολεθρίας και μιαράς αγκάλας του.
Εν τοιαύτη καταστάσει της αξιοθρηνήτου γυναικός ανέτειλεν η ημέρα της 13ης Σεπτεμβρίου. Από βαθέως όρθρου των προσκυνητών τα πλήθη συνέρρεον εις την εκκλησίαν. H Μαρία η Αιγυπτία, ασυνείθιστος εις εκκλησιαστικάς συνάξεις, έφθασεν αργότερα και ηναγκάσθη δια τούτο να μείνη εις τα προαύλια του ναού. Ότε όμως ήλθεν η ώρα της υψώσεως, οι έξω ιστάμενοι με σφοδράς και ακατασχέτους ωθήσεις εισώρμων εις τα εντός. Αλλά, πράγμα παράδοξον! Η Αιγυπτία αμαρτωλή έως μεν την θύραν εφέρετο μαζί με τους άλλους, πέραν όμως αυτής εστάθη αδύνατον να προχωρήση. Παρ’ όλην την ορμήν των κατόπιν ερχομένων, παρ’ όλας τας ιδικάς της προσπαθείας, έμενεν εκεί κρατουμένη από μυστηριώδη δύναμιν, η οποία δεν την άφηνε να εισέλθη. Ως να ήτο στήλη άσειστος και αμετακίνητος, τα κύματα του πλήθους ηδυνάτουν να την ωθήσουν προς τα πρόσω, αυτή δε η ιδία, μετά επανειλημμένας ματαίας αποπείρας, είδεν ότι μυστική αλλά εμφανής εκ της ενεργείας της χειρ, ανωτέρα των ανθρωπίνων δυνάμεων, την συνεκράτει και την παρημπόδιζεν από την είσοδον.
Δια να βεβαιωθή καλώς έκαμε και στροφήν εις τα οπίσω. Η ελευθερία των κινήσεων της ήτο πλήρης. Από τον ναόν ηδύνατο να εξέλθη και μόνον το να εισέλθη της ήτο απηγορευμένον.
Έμεινε λοιπόν εις την θύραν, και από την θέσιν εκείνην είδε μετ’; ολίγων να υψώνεται το τίμιον ξύλον, επί του οποίου είχε τελεσθή το μαρτύριον και η θυσία του Ιησού. Εις την θέσιν του η ψυχή της εσείσθη. Όλη των ιερωμένων και του λαού η συγκίνησης ως να διεχύθη και κατεπότισε και κατεπλημμύρισε την δυστυχή καρδίαν της, την ασυνείθιστον εις τοιαύτα άγια ρεύματα. Και ενώ εξηκολούθει να βλέπει τον ανυψωμένον σταυρόν, κάτωθι του οποίου επί του Γολγοθά εμπεπηγμένου είχον ακουσθή οι σπαρακτικοί στόνοι της Παρθένου, καυστική αλλά και σωτηρία κατάνυξις κατεκέντα την Αιγυπτίαν αμαρτωλήν και μεταστροφή ηθική ετελείτο εις τα εσώτατα της ψυχής της.
Εις τοιαύτην ηθικήν μεταβολήν άφησε την θύραν και απεσύρθη εις μίαν γωνίαν της αυλής του ναού. Εκεί χείμαρρος δακρύων εξέρρευσεν ελευθέρως από τους οφθαλμούς της, κλαυθμοί αντήχησαν και στεναγμοί διάπυροι από τα βάθη της καρδίας της ανεδόθησαν. Και αποταθείσα προς την Παναγίαν Θεοτόκον, της οποίας η εικών ήτο τοποθετημένη υπεράνω του τόπου, εις τον οποίον ίστατο : «Παρθένε Δέσποινα, είπε, Συ η οποία εγγένησες τον ενανθρωπήσαντα Θεόν Λόγον, ειξεύρω ότι δεν είναι ευπρεπές ουδέ δίκαιον, ώστε εγώ, η τόσον ρυπαρά, η τόσον πανάσωτος, να ατενίζω την εικόνα Σου της αειπαρθένου, Σου της αγνής, Σου της με σώμα και ψυχήν καθαράν και αμόλυντον. Καλώς ειξεύρω ότι δίκαιον είναι η ακάθαρτος εγώ να είμαι μισητή και βδελυκτή ενώπιον της ιδικής Σου καθαρότητος. Πλην, επειδή, καθώς ήκουσα, δια τούτο έχει γίνει άνθρωπος ο Θεός, τον οποίον εγέννησες, δια να καλέση τους αμαρτωλούς εις μετάνοιαν, βοήθησόν εμέ την ταλαίπωρον, η οποία, μόνη και έρημος εις τον κόσμον τούτον από κάθε αληθινήν συμπάθειαν, δεν έχω κανένα να με συντρέξη. Κάμε ώστε να συγχωρηθή και εις εμέ η εις την εκκλησίαν είσοδος. Μη με στερήσης εις το να προσκυνήσω μετά των άλλων χριστιανών το τίμιον αυτό ξύλον, επί του οποίου κατά σάρκα καθηλώθεις ο Θεός, τον οποίον εγέννησες, το ίδιον του αίμα έδωκεν υπέρ εμού εις λύτρωσιν από των αμαρτιών μου. Κάμε, ω Δέσποινα, ώστε να ανοιγή και εις εμέ η θύρα της θείας του Σταυρού προσκυνήσεως, και εις τον εκ Σου γεννηθέντα δίδω Σε εγγυητήν αξιόχρεων, ότι δεν θα ατιμάσω πλέον το σώμα μου τούτο δι’ οιανδήποτε αισχρότητος αλλ’ εάν αξιωθώ να προσκυνήσω τον Σταυρόν του Υιού Σου, αποτάσσομαι ευθύς από τον κόσμον και από όλα τα εν τω κόσμω, και αμέσως είμαι έτοιμος να υπάγω όπου Συ ως εγγυήτρια της σωτηρίας μου θα μου υποδείξης και με καθοδηγήσης».
Τους λόγους τούτους η Μαρία η Αιγυπτία είχεν είπη με τόσην θερμότητα πίστεως, ώστε μυστική και οιονεί επίσημος τις πληροφορία εξήγγειλεν εις αυτήν, ότι η εγκάρδιος της δέησης εισηκούσθη και ότι η θύρα του ναού δεν είχε πλεόν δι’ αυτήν δεσμούς και εμπόδια. Και πράγματι. Σπεύσασα ανεμίχθη και πάλιν με τα πλήθη των συνωθουμένων δια να εισέλθουν και την φοράν αυτήν ο πόθος της εξεπληρώθη. Εισήλθεν εις τον ναόν! κλονουμένη όμως από την σφοδράν συγκίνησιν και φρίσσουσα εν τη συναισθήσει της ενοχής της και του ανεξαντλήτου πελάγους της ευσπλαγχνίας. Αφού δε επροσκύνησε τον Τίμιον Σταυρόν με κατάνυξιν ανέκφραστον, εξήλθεν από τον ναόν και μεταβάσα προς την εικόνα της Θεομήτορος, αυτήν εκείνην, ενώπιον της οποίας προ ολίγου απηύθεινε την εισακουσθείσαν δέησιν, εγονάτισε και είπε : «Συ μεν, ω φιλάγαθε Δέσποινα, ευηρεστήθης να επιδείξης και δι’; εμέ όλην σου την φιλανθρωπίαν. Συ δεν εβδελύχθης εμού της αναξίας την δέησιν, χάρις εις την μεσιτείαν Σου είδα δόξαν, από την οποίαν δίκαια αποκλειόμεθα οι της ασώτου ζωής. Δόξα εις τον Θεόν, όστις, με τας ιδικάς σου φιλοστόργους πρεσβείας, δέχεται των αμαρτωλών την μετάνοιαν. Διότι εγώ, η υποδουλωθείσα εις την αμαρτίαν, τι ηδυνάμην να διανοηθώ μόνη και να είπω υπέρ της σωτηρίας μου ; Καιρός λοιπόν είναι, Δέσποινα, να εκτελέσω ό,τι υπέρ εμού ηγγυήθης. Τώρα όπου εγκρίνεις οδήγησέ με! το θέλημά σου είναι δι’ εμέ προσταγή! τώρα ικετεύω να μου γίνης της σωτηρίας διδάσκαλος, χειραγωγούσα με προς την οδόν, που φέρει εις την μετάνοιαν».
Η Μαρία η Αιγυπτία απήυθυνε την δέησιν αυτήν με όλην την θερμότητα ψυχής συντετριμμένης και ταπεινωμένης, αμέσως δε της εδόθη η απόδειξις, ότι η επίκλησις της δεν αντήχησε μάταια. Ακόμη δεν είχε τελειώσει την φλογεράν και συγκινητικήν ικεσίαν της, και ήκουσε φωνήν, ο οποία, αν και εφαίνετο ότι ήρχετο από μακράν, ήτο όμως πολύ καθαρά και απέπνεε μητρικωτάτην συμπάθειαν. Τι δε έλεγεν η φωνή αύτη : «Εάν τον Ιορδάνην περάσης, καλήν θα εύρης ανάπαυσιν».
Εις την μυστηριώδη, αλλά και σαφή αυτήν παράκλησιν η Αιγυπτία κατελήφθη από αγίαν φρικίασιν. Ούτω λοιπόν! Αυτή η απόβλητος του βορβόρου η γυνή, η κατασπιλώσασα και μολύνασα ολόκληρον τον εαυτό της, δεν απεδιώκετο και δεν απεβάλλετο, αλλ’ εύρισκε σπλάγχνα συμπαθητικά και πρόθυμα.
Πλήρης τότε συκγινήσεως και δακρύων έκραξε : «Δέσποινα, Δέσποινα, μη εγκαταλίπης με». Συγχρόνως δε εξήλθεν από την αυλή του ναού και εβάδιζε ταχέως.
Κατά την οδηγίαν της φωνής, την οποία ήκουσεν, απεφάσισε να διευθυνθή πέραν του Ιορδάνου. Ηγνόει όμως εντελώς την οδόν. Τί λοιπόν να πράξη; Αρτοποιός, από τον οποίον ηγόρασε τρεις άρτους, της έδειξε την πύλην της πόλεως. Από αποστάσεως εις απόστασιν ερωτώσα, έφθασε τέλος περί την δύσιν του ηλίου εις τον ναόν Ιωάννου του Βαπτιστού, ο οποίος έκειτο πλησίον του Ιορδάνου. Εισήλθε. Και εις το ημίφως της ώρας εκείνης, μόνη εντός της εκκλησίας εν μέσω τόσων ιερών αντικειμένων, τα οποία διήγειρον και διεθέρμαινον την ευσέβειαν, κατεκυριεύθη από κατάνυξιν. Γονατίσασα, προσηυχήθη θερμά, και διάβροχος εκ των φλογερών δακρύων, εξέχυσε προς τον Θεόν την ψυχήν της όλην, εθρήνησε δια τον πριν αμαρτωλόν βίον της και εδεήθη όπως η θεία χάρις, λούουσα αυτήν από του ρύπου της, την κρατήση του λοιπού επί του δρόμου της μετανοίας και της αρετής. Όταν εξήλθε, ευρέθη προς την όχθη του Ιορδάνου. Τα ύδατα εκείνα τα οποία περιέλουσάν ποτε το σώμα του Λυτρωτού, διεφαίνοντο εις τον ρουν των μετέχοντα μυστηριώδους τινός φύσεως. Κύψασα κατέβρεξε το πρόσωπον και τας χείρας της, και ησθάνθη ότι άρρητος δρόσος εισήλθε και κατεπότισε την ψυχήν της.
Εζήτησε ακολούθως πνευματικόν περίφημον δια την σύνεσιν, την πείραν και την χριστιανικήν του αγαθότητα. Ο σεβάσμιος εκείνος γέρων, εις την ειλικρινή της Αιγυπτίας εξομολόγησιν, είδεν όλην την συντριβήν της καρδίας της και της μετανοίας της την θέρμην, διέκρινε δε ότι η προς το Θεόν γνώμη της ήτο πλέον οριστική και αμετάτρεπτος. Και ως γνήσιος λειτουργός Εκείνου, όστις έδωκεν εις εν θέρμόν δάκρυ την θαυμασίαν δύναμιν να εξαλείφη τας μάλλον υπερμεγέθεις και χρονίους κηλίδας αμαρτιών, αφούτην παρηγόρησε και την ενίσχυσεν εις την νέαν οδόν της, της επέτρεψε να κοινωνήση των Αχράντων μυστηρίων.
Την νύκτα εκείνην διήλθεν η μετανοούσα γυνή εν υπαίθρω, προσευχομένη υπό τα άστρα και καθιστώσα θερμοτέραν πάντοτε την φωνήν των δεήσεων της. Το πρωί εκοινώνησε μετά φόβου και τρόμου και ησθάνθη εν τη ψυχή της την φαιδράν αυγήν νέας ζωής ελευθέρας από τας ακάνθας και τα δεσμά του κόσμου. Η δε φωνή, ότι ώφειλε να διέλθη τον Ιορδάνην, την έφερε και πάλιν παρά την όχθην του ποταμού.
Εκεί μια λέμβος εσάλευεν επί των υδάτων ο λεμβούχος, αγαθός άνθρωπος, την μετέφερεν αντικρύ. Εκείνη δε επροχώρησε τότε προς τα βαθύτατα της ερήμου του Ιορδάνου, όπου απεφάσισε να διανύση το υπόλοιπον της ζωής της. Κατά την αυτόθι διατριβήν της την συνήντησέ ποτε φάσμα πλέον του άλλοτε κάλλους και της νεότητος, ανήρ ευσεβέστατος, ο αββάς Ζωσιμάς, όστις και διηγήθη έπειτα την συγκινητικήν ιστορίαν της.
Η ερημική διαμονή Μαρίας της Αιγυπτίας δεν διέρρευσεν άνευ πνευματικών ενοχλήσεων και θυελλωδών πειρασμών. Η θέλησις και ο βίος της ήσαν εξ ολοκλήρου προς την ευσέβειαν, αλλά το παρελθόν με τας μακράς και βαρείας συνηθείας του δεν άφινε τόσον εύκολα εντελώς την θέσιν του. Πολλάκις, εν μέσω της προσευχής της και της αγίας ανυψώσεως της ψυχής της, ο δαίμων της απωλείας την περιέβαλλε πανταχόθεν μα τας σαγήνας του και εζήτει να την παρασύρη εις το καταστρεπτικόν βάραθρόν του. Αι πολυτελείς τράπεζαι, εις τας οποίας παρεκάθητο άλλοτε, οι γλυκείς οίνοι, τους οποίους κατά κόρον ερρόφα, άσματα και χοροί και λοιπαί παρόμοιοι σκηναί της κοσμικής μέθης και εξάψεως, αναπαρίσταντο εις την φαντασίαν της και διέφλεγαν τη καρδίαν της με λυσσώδη προσπάθειαν να επανακτήσουν το επ’ αυτής κράτος των. Η σφοδρότης της εφόδου εγίνετο ενίοτε ανωτέρα των δυνάμεων της ταλαιπώρου αμαρτωλής. Και τότε την καταλάμβανε φόβος ως τον άνθρωπον, ο οποίος, μόλις κατορθώσας να ανασυρθή από απύθμενον βάραθρον γεμάτον σκορπίους και φίδια, απειλείτε να επαναπέση και πάλιν εις αυτό. Και τότε ανεκραύγαζε και εδάκρυζε και καθικεύτευε και το στήθος της έτυπτε και τον Λυτρωτήν επεκαλείτο και προς την παναγίαν Μητέρα του εδέετο, όπως την βοηθήση να μείνει πιστή εις την υπόσχεσιν του να σταθή έξω της πνοής της αμαρτίας. Και πίπτουσα προς το έδαφος, έμενεν εκεί επαναλαμβάνουσα τας ικεσίας και τας δεήσεις της, η θύελλα παρήρχετο και διέλαμπε το γλυκύ φως της ψυχικής γαλήνης και ασφαλείας.
Η πάλη αυτή διήρκεσε δέκα επτά ολόκληρα έτη. Τόσα δηλαδή όσα υπήρξαν και τα έτη του αμαρτωλού της βίου. Τοιουτοτρόπως η δοκιμασία της έλαβε τέλος. Η αθλήτρια απεδείχθη αξία στεφάνου. Η άλλοτε ασθενής και χρησιμεύουσα εις καταπάτημα του Πονηρού, υπό την βοήθειαν τώρα και την χειραγωγίαν του Πνεύματος του αγίου, ησκήθη και ενισχύθη και τον κατεπάλαισε και κατέστη απρόσιτος εις τας επιθέσεις του, συντρίψασα δια του Ιησού Χριστού την επ’ αυτής άλλοτε πανίσχυρον δύναμίν του.
Έκτοτε λογισμοί της, πόθοι της, θελήματά της, όλαι τέλος πάντων αι δυνάμεις της, νοητικαί, ηθικαί, σωματικαί, κεκαθαρμέναι πλέον και ηγιασμέναι, εδόθησαν αποκλειστικώς εις την νέαν κατά Χριστόν ζωήν. Έγεινεν όλη φως και αγιασμός και πτήσις ουράνιος και διηνεκής και ολόψυχος προσήλωσις προς την ζωήν του Ευαγγελίου, προς τας εντολάς του και τας επαγγελίας του.
Υπέρ τα τριάκοντα ακόμη έτη διήλθεν η Αιγυπτίαν, εις την έρημον με την νέαν αυτήν της ζωής φάσιν, εντελώς αποχωρισθείσα από το θλιβερόν της νεότητος παρελθόν, κατασκευάσασα εντός της την νέαν πνευματικήν και ηθικήν κτίσιν, την οποίαν ο Χριστός δίδει, εις όσους τον πιστεύσουν και τον καταστήσουν βασιλέα της καρδίας και του βίου των.
Όταν ο αββάς Ζωσιμάς συνήντησε Μαρίαν την Αιγυπτίαν, είχε αύτη τεσσαράκοντα επτά ετών διαμονήν εις την έρημον. Έκπληκτος ο γέρων εκείνος ήκουσε την διήγησίν της και εδόξασε τον Θεόν, όστις γνωρίζει να κατορθώνη τα τοιαύτα θαυμάσια. Ότε δε ο Ζωσιμάς έμελλα να απέλθη, η οσία γυνή της ερήμου τον παρεκάλεσε θερμώς να μη ειπή εις κανένα τίποτε, έως ότου ο Θεός την ελευθερώση από την γην. Τον καθικέτευε δε όπως κατά την μεγάλην εβδομάδα του επομένου έτους, και ωρισμένως κατά την αγίαν εσπέραν του Δείπνου του μυστικού, λάβη από το Μοναστήριον του το ζωοποιόν Σώμα και Αίμα του Χριστού και το φέρη προς αυτήν δια να κοινωνήση. Και ώρισεν ότι θέλει τον περιμένει προς τα κατοικούμενα μέρη του Ιορδάνου.
Ο αββάς Ζωσιμάς επέστρεψεν εις το μοναστήριόν του, χωρίς να ειπή τίποτε παρί της Αιγυπτίας. Όταν δε αι ημέραι των νηστειών ήλθον και έφθασεν η εσπέρα του Δείπνου του μυστικού, θέσας εις εν μικρόν ποτήριον το άχραντον Σώμα και το τίμιον Αίμα του Σωτήρος Χριστού, προς την νύκτα πλέον, μετέβη παρά την όχθην του Ιορδάνου και προσηλώσας τους οφθαλμούς του προς το αντίπεραν μέρος, περιέμενε της Αιγυπτίας την εμφάνισιν. Ήτο δε πλήρης οδύνης και θλίψεως, διότι δεν υπήρχε πλοιάριον, όπως αυτός διέλθη προς το πέραν ή εκείνη δυνηθή να φθάση προς αυτόν. Αλλ’ η ταραχή του κατηυνάσθη, όταν η οσία εκείνη εφάνη εις το αντίκρυ μέρος του ποταμού. Το βλέμμα του αββά ιλαρύνθη, αλλά μόνον προς στιγμήν. Ματαίως περιέφερε τους οφθαλμούς του άνω και κάτω του ποταμού, τα ύδατα ήσαν έρημα. Κανέν πλοιάριον, καμμία λέμβος. Ο αββάς τότε εστέναξε και σηκώσας τους οφθαλμούς του προς τον ουρανόν επεκαλείτο τον Θεόν, όπως δώση διέξοδον εις την αμηχανίαν εκείνην.
Εξαίφνης, υπό το λαμπρόν φως της πανσελήνου, είδε την Αιγυπτίαν οιονεί να σφραγίζη τον ποταμόν με το σημείον του τιμίου σταυρού και ευθύς κατόπιν να προχωρή η ιδία δια του ποταμού, βαδίζουσα ελευθέρως επί της επιφανείας των υδάτων.
Ο αββάς έμεινεν έκπληκτος. Ότε δε η οσία ήλθε πλησίον του, ηθέλησε να κάμη μετάνοιαν εμπρός της. Αλλ’ εκείνη τον ημπόδισε. «Συ, του είπε, θα κάμης εις εμέ μετάνοιαν, εν ω ιερεύς είσαι και θεία μυστήρια βαστάζεις ; » Ο αββάς εκρατήθη, προσέφερε δε την θείαν κοινωνίαν εις Αιγυπτίαν. Και εκείνη τότε στενάξασα και δακρύσασα είπε : «Νυν απολύεις την δούλη σου Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου.»
Έπειτα λέγει προς τον Γέροντα : «Συγχώρησέν μου, αββά, να σου καθυποβάλω ακόμη ένα τελευταίον μου πόθον. Τώρα μεν πήγαινε εις το μοναστήριόν σου βοηθούμενος και φυλαττόμενος από την χάριν του Θεού. Το δε ερχόμενον έτος έλα πάλιν εις τον ερημικόν εκείνον χείμαρον, όπου με συνήντησες πέρυσι. Έλα, χωρίς άλλο εν ονόματι του Κυρίου μας, και θα με ιδής καθώς θέλει ο Κύριος.» Ακολούθως είπε πάλιν προς τον αββάν : «Να εύχεσαι υπέρ εμού και να μνημονεύης εμέ την ταλαίπωρον και αθλίαν.» 
Ο γέρων Ζωσιμάς δεν έβλεπε πότε να παρέλθη η προσδιορισθείσα του έτους προθεσμία. Ότε δε αύτη διέρρευσεν, επέρασε τον Ιορδάνην, εισήλθεν εις την έρημον και ανεζήτει την οσίαν ανά τον τόπο του χειμάρρου. Αλλά μολονότι επί πολύ ανεζήτησε, δεν είδε να φανή πουθενά καμμία μορφή. Τότε εστέναξε πικρώς και ανατείνας τους οφθαλμούς εδεήθη και έλεγε : «δείξον μοι, Δέσποτα, τον θησαυρόν, δείξον μοι, δέομαι, τον εν σώματι άγγελον, του οποίου ο κόσμος δεν είναι επάξιος.» Επροχώρησε κατόπιν, ζητών τώρα να ανεύρη κατά γης την οσίαν, ίσως ανεπαύετό που, αλλά θέαμα λυπηρόν προσέβαλε τους οφθαλμούς του. Προς το ανατολικόν μέρος του χειμάρρου σώμά τι εφάνη κατακείμενον. Ο Ζωσιμάς έσπευσε με παλμούς ανησύχους. Φευ ! ήτο η Αιγυπτία, αλλά νεκρά πλέον.
Ο Ζωσιμάς εδάκρυσε και εδόθη εις κλαυθμούς. Ησπάσθη το μακάριον λείψανον, προσηυχήθη γονατίσας παρ’αυτό, εδεήθη υπέρ της ψυχής της μεταστάσης, καθικέτευσεν ώστε εκείνη να μεσιτεύση υπέρ αυτού του ευρισκομένου ακόμη επί του πολυμόχθου σταδίου της γης. Και κατόπιν έθεψεν της Αιγυπτίας το σώμα μη φέρον κανέν άλλο εντάφιον, παρά μόνο το παμπάλαιον φόρεμά της με ένα σταυρόν επί του στήθους. Ήτο δε τότε το έτος 421 μετά Χριστόν.
Τοιούτος υπήρξεν ο βίος της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Γυνή της αμαρτίας και του βορβόρου, απελούσθη δια των δακρύων της μετανοίας και ηγιάσθη δια της πίστεως και του αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αυτός από την υπερβολήν της ατιμίας την έφερεν εις υπερβολήν δόξης και τιμής. Και η οσία Μαρία μένει δια των αιώνων περιφανές και αθάνατον παράδειγμα της δυνάμεως της μετανοίας, και του ότι η γυνή, πτώμα ηθικόν μακράν του Χριστού, δι αυτού καθαίρεται και λαμπρύνεται και καθίστατο η πρώην άσωτος αγνοτέρα από την χιόνα των ορέων και παρθενικωτέρα από τα κρίνα των αγρών.

Η Οσία εορτάζεται από την εκκλησία μας την 1η Απριλίου και την E' Κυριακή των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.