Κυριακή 4 Μαΐου 2014

29. ΟΙ ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Οι Μυροφόρες Γυναίκες

Μυροφόρες είναι οι γυναίκες που ακολουθούσαν το Κύριο μαζί με τη Μητέρα του, έμειναν μαζί της κατά την ώρα του σωτηριώδους πάθους και φρόντισαν να αλείψουν με μύρα το σώμα του Κυρίου.
 Όταν δηλαδή ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος ζήτησαν κι έλαβαν από το Πιλάτο το σώμα του Κυρίου, το κατέβασαν από το σταυρό, το περιέβαλαν σε σινδόνια μαζί με εκλεκτά αρώματα, το τοποθέτησαν σε λαξευτό μνημείο κι έβαλαν μεγάλη πέτρα πάνω στη θύρα του μνημείου.
Την ώρα εκείνη παρευρίσκονταν κατά τον ευαγγελιστή Μάρκο η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία που καθόταν απέναντι του τάφου.
Άλλη Μαρία εννοούσε οπωσδήποτε τη Θεομήτορα.
Δεν παρευρισκόταν μόνο αυτές, αλλά και πολλές άλλες γυναίκες όπως αναφέρει και ο Λουκάς.
 Οι μυροφόρες αφού ετοίμασαν τα μύρα και τα αρώματα ήρθαν την πρώτη της εβδομάδος, την Κυριακή πολύ πρωΐ, όπως αναφέρουν όλοι οι ευαγγελιστές στο μνήμα για ν' αλείψουν με αυτά το σώμα του Κυρίου .
Ο Λουκάς αναφέρει:
"Τη πρώτη της εβδομάδος, όρθρο βαθύ, ήρθαν στο μνήμα, η Μαρία Μαγδαληνή, η του Ιακώβου, η Ιωάννα και άλλες μαζί τους''.
Ο Ματθαίος αναφέρει:
"αργά το Σάββατο, ξημερώνοντας την πρώτη της εβδομάδος και δύο μυροφόρες προσήλθαν".
Ο Ιωάννης αναφέρει
"Το πρωΐ, ενώ ήταν σκοτεινά και ήταν μόνο η Μαρία Μαγδαληνή".
Ενώ ο Μάρκος αναφέρει:
"Πολύ πρωΐ της πρώτης της εβδομάδος και ήταν τρείς οι προσερχόμενες μυροφόρες".
Φαίνονται βέβαια να διαφωνούν κάπως οι ευαγγελιστές μεταξύ τους τόσο για την ώρα, όσο και για τον αριθμό των γυναικών.
Οι μυροφόρες ήταν πολλές και ήλθαν στον τάφο όχι μια φορά, αλλά και δυο και τρεις φορές σταδιακά και όχι στον ίδιο χρόνο ακριβώς.
Πρώτη απ' όλους ήλθε στον τάφο του Υιού του Θεού η Θεοτόκος, έχοντας μαζί τη Μαρία τη Μαγδαληνή .
Το συμπεραίνουμε από τον ευαγγελιστή Ματθαίο γιατί αναφέρει,
"ήλθε η Μαγδαληνή Μαρία και η άλλη Μαρία",
που ήταν οπωσδήποτε η Θεομήτωρ,
"για να δουν τον τάφο. Και έγινε μεγάλος σεισμός, γιατί άγγελος Κυρίου ήλθε, σήκωσε τη μεγάλη πέτρα από το μνημείο και κάθισε πάνω της.
Ήταν η μορφή του σαν αστραπή και το ένδυμά του λευκό σαν χιόνι και από το φόβο τους ταράχθηκαν οι φύλακες και έγιναν σαν νεκροί".
Έτσι ο άγγελος κατά το κείμενο τους έδειξε το κενό μνημείο και είπε στις μυροφόρες να αναγγείλουν το χαρμόσυνο νέο και στους μαθητές.
Ο Όσιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης αναφέρει αναλυτικά ποιες ήταν οι Μυροφόρες.
  
Η πρώτη Μυροφόρα είναι η Μαρία η Μαγδαληνή από την οποία ο Χριστός είχε βγάλει επτά δαιμόνια.
Και για αυτή την ευεργεσία τον ακολουθούσε.
Μετά την ανάληψη του Χριστού πήγε στη Ρώμη στον αυτοκράτορα Τιβέριο και θεράπευσε το μάτι του.
Επίσης κατήγγειλε στον Τιβέριο τον Πιλάτο και τους αρχιερείς για την άδικη σταύρωση του Χριστού κι αυτός τους θανάτωσε.
Η Μαρία η Μαγδαληνή πέθανε στην Έφεσο όπου την έθαψε ο Ιωάννης ο Θεολόγος.
Αργότερα ο αυτοκράτορας Λέων ο Σοφός, πήρε τα λείψανά της στην Κωνσταντινούπολη.

Δεύτερη ήταν η Σαλώμη κόρη του Ιωσήφ του Μνήστορος η οποία αργότερα παντρεύτηκε τον μικρό Ζεβεδαίο.

Τρίτη μυροφόρος ήταν η Ιωάννα η γυναίκα του Χουζά ο οποίος ήταν
επίτροπος και οικονόμος στο σπίτι του βασιλιά Ηρώδη.

Τέταρτη η Μαρία η αδερφή του Λαζάρου η οποία προηγουμένως είχε αλείψει τον Χριστό με το μύρο όπως γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.

Πέμπτη ήταν η αδερφή της η Μάρθα η οποία υπηρετούσε τον Χριστό με πολύ προθυμία από την αρχή.

Έκτη είναι η Μαρία η γυναίκα του Κλωπά.
Αυτή τη Μαρία, ο ευαγγελιστής Ιωάννης ονομάζει «αδελφή της Θεοτόκου».
Ο Ιωακείμ, ο πατέρας της Παναγίας είχε ένα αδελφό και όταν εκείνος πέθανε χωρίς να έχει παιδί, πήρε την γυναίκα του ως σύζυγο του σύμφωνα με τον Μωσαϊκό νόμο.
Με αυτήν απέκτησε ένα παιδί, τη Μαρία.

Έβδομη Μυροφόρος ήταν η Σωσσάννα.

 Υπήρχαν κι άλλες Μυροφόρες που βοηθούσαν τις παραπάνω, όπως λέει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, αλλά τα ονόματα τους δεν αναφέρονται από τους Ευαγγελιστές γιατί δεν τις θεωρούσαν σημαντικές.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ


Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

28. ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ


Το 1933 ο περίφημος γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης σε ηλικία 21 ετών πήρε την μεγάλη απόφαση της ζωής του να εγκαταλείψει τον κόσμο και να γίνει μοναχός στο άγιο Όρος.
Έχοντας σαν οδηγό του την ανεπιφύλακτη πίστη και εμπιστοσύνη του στο Θεό έφτασε σε μια από τις πιο απομακρυσμένες και απαράκλητες περιοχές του Άθωνα, τα Καυσοκαλύβια. Εκεί η πρόνοια του Θεού τον οδήγησε στο ασκητικό Ησυχαστήριο του Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Εκεί ζούσανε τρεις γέροντες, πολύ αυστηροί και τραχείς, κατά γενική ομολογία.
Έζησε κοντά τους με πολύ υπακοή, ταπείνωση και υπομονή. Και τονίζουμε την υπομονή διότι οι γέροντες του (τους οποίους όλους γηροκόμησε και φρόντισε μέχρι την τελευταία τους πνοή), ήταν πάρα πολύ αυστηροί μαζί του. Του συμπεριφέρονταν απάνθρωπα. Το όνομά του δεν το άκουσε ποτέ να το λένε, παρά τον αποκαλούσαν πάντα με τα χειρότερα λόγια και πολλές φορές έφταναν και να τον χτυπούν.
Μια μέρα σαν άνθρωπος λύγισε και αγανακτισμένος πήρε την απόφαση να φύγει. Διστάζοντας όμως να εμπιστευτεί τον λογισμό του, σκέφτηκε να πάει πρώτα να τον εξομολογηθεί σε έναν πνευματικό στην Ιερά Μονή της Σιμωνόπετρας.
Με ειλικρίνεια εξέθεσε στον πνευματικό του όλη την αλήθεια και περιέγραψε τα γεγονότα. Αφού λοιπόν εξέθεσε όλα του τα δεινά που υφίστατο κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους στο τέλος είπε: “Πάτερ δώσ’ μου ευλογία να φύγω να γλιτώσω…”. Ο διακριτικός πνευματικός αφού σκέφτηκε για λίγο του απάντησε: “Πάτερ Εφραίμ, αν θες να γλιτώσεις, φύγε, αν θέλεις να αγιάσεις μείνε… σκέψου και αποφάσισε”. Ο Γέροντας Εφραίμ σκέφτηκε… και έμεινε.
Πέρασαν έτσι 45 ολόκληρα χρόνια. Ο τελευταίος από τους γέροντές του ο π. Νικηφόρος, ήταν ο χειρότερος απ’ όλους… Μάλιστα τα τελευταία χρόνια αρρώστησε και έγινε ακόμα πιο δύστροπος και επιθετικός. Ο π. Εφραίμ, πιστός στην απόφασή του -γιατί αυτή είναι η λεβεντιά στη ζωή, να έχεις το θάρρος να την αντιμετωπίζεις και να σηκώνεις τον Σταυρό που σου οικονόμησε για τη σωτηρία σου η πρόνοια του Θεού- υπέμενε τα πάντα σαν νέος Ιώβ.
Το 1973 όταν κατάκοιτος πια ο γέροντας Νικηφόρος ψυχορραγούσε, ο π. Εφραίμ νύχτα και ημέρα καθόταν στο προσκέφαλό του και τον υπηρετούσε, ενώ συνέχισε να δέχεται “βροχή” τις ύβρεις και τις ταπεινώσεις.
Λίγο πριν το τέλος ο π.Νικηφόρος του είπε: “Σήκωσέ με. Σκύψε να σου πω…” Ο π.Εφραίμ πέρασε το χέρι του πίσω από την πλάτη του κατάκοιτου γέροντά του και έσκυψε ταπεινά το κεφάλι. Ξαφνικά το πρόσωπο του π. Νικηφόρου αλλοιώθηκε, έχασε την τραχύτητά του και πήρε την πιο ιλαρή έκφραση που μπορούσε να έχει ανθρώπινο πρόσωπο. Με όση δύναμη μπορούσε να επιστρατεύσει ο γέροντας άρπαξε το χέρι του π. Εφραίμ και του είπε: “Παιδί μου, εσύ δεν είσαι άνθρωπος, είσαι άγγελος… ευλόγησον…” του φίλησε το χέρι και ξεψύχησε στην αγκαλιά του…

Ανάμνηση του π. Διονυσίου Ανθόπουλου,
από διήγηση του γέροντος Αθανασίου Σιμωνοπετρίτου,
στην αδελφότητα της Ιεράς Μονής Παναγίας Δοβρά.