Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

36. «Οι λογισμοί καθορίζουν τη ζωή μας» του Γέροντα Θαδδαίου της Βιτόβνιτσα

Η ζωή μας εξαρτάται από το είδος των λογισμών που καλλιεργούμε. Αν οι λογισμοί μας είναι ειρηνικοί και ήρεμοι, αν έχουν πραότητα και καλοσύνη, τότε έτσι είναι και η ζωή μας. Αν η προσοχή μας είναι στραμμένη στις συνθήκες του βίου μας, τότε μας καταπίνει μια δίνη λογισμών, και δεν μπορούμε να έχουμε ούτε ειρήνη ούτε γαλήνη.
Το σημείο εκκίνησής μας είναι πάντοτε εσφαλμένο. Αντί να ξεκινούμε με τον εαυτό μας, εμείς θέλουμε πάντοτε να αλλάξουμε πρώτα τους άλλους και τελευταίους εμάς. Αν ο καθένας ξεκινούσε πρώτα με τον εαυτό του, θα είχαμε παντού τριγύρω ειρήνη! Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει ότι κανείς δεν μπορεί να βλάψει τον άνθρωπο εκείνο που δεν βλάπτει τον εαυτό του — ούτε κι ο ίδιος ο διάβολος. Βλέπετε; Εμείς είμαστε οι αρχιτέκτονες, οι μοναδικοί αρχιτέκτονες, του μέλλοντός μας.
Με τους λογισμούς του ο άνθρωπος αναστατώνει ενίοτε την τάξη της Δημιουργίας. Έτσι καταστράφηκαν οι πρώτοι άνθρωποι —με έναν κατακλυσμό— εξαιτίας των κακών λογισμών και προθέσεών τους. Αυτό αληθεύει ακόμα και σήμερα — οι λογισμοί μας είναι κακοί και γι’ αυτό δεν αποκομίζουμε καλή καρποφορία. Πρέπει να αλλάξουμε. Καθένας μας πρέπει να αλλάξει, αλλά είναι κρίμα που δεν έχουμε παραδείγματα να μας καθοδηγήσουν, ούτε στις οικογένειές μας ούτε στην κοινωνία μας.
Ο Κύριος πήρε πάνω του όλες μας τις οδύνες και τις μέριμνες, και είπε ότι θα μας παράσχει καθετί που χρειαζόμαστε. Και παρόλα αυτά εμείς κρατιόμαστε τόσο σφιχτά από τις μέριμνές μας, που δεν αφήνουμε το νου και την καρδιά μας, τις οικογένειες και καθένα τριγύρω μας, να βρει ανάπαυση.
Όποτε τα προβλήματα πέφτουν πάνω μου σαν άχθος δυσβάσταχτο κι εγώ προσπαθώ να σηκώσω όλες τις μέριμνες του μοναστηριού και της αδελφότητας μόνος μου, συσσωρεύω μπελάδες σε μένα και την αδελφότητα. Ακόμα και το ευκολότερο έργο επιτελείται με τεράστια δυσκολία. Όταν όμως εναποθέτω τον εαυτό μου, την αδελφότητα και καθετί άλλο στον Κύριο, τότε ακόμα και τα δυσκολότερα έργα επιτελούνται με ευκολία. Δεν υπάρχει πίεση και βασιλεύει ειρήνη στην αδελφότητα.
Ο άνθρωπος εκείνος που ζει μέσα του τη Βασιλεία των Ουρανών ακτινοβολεί άγιους λογισμούς. Θείους λογισμούς. Η Βασιλεία του Θεού δημιουργεί μέσα μας μια ατμόσφαιρα παραδείσου, εν αντιθέσει προς την ατμόσφαιρα της κολάσεως, την οποία ακτινοβολεί όποιος έχει τον Άδη στην καρδιά του. Ο ρόλος των χριστιανών στον κόσμο είναι να φιλτράρουν την ατμόσφαιρα της γης, ώστε να κερδίζει διαρκώς έδαφος η ατμόσφαιρα της Βασιλείας του Θεού.
Mπορούμε να περιφρουρούμε ολόκληρο τον κόσμο περιφρουρώντας την ατμόσφαιρα του παραδείσου μέσα μας, διότι αν χάσουμε τη Βασιλεία των Ουρανών, δεν θα σώσουμε ούτε τον εαυτό μας ούτε τους άλλους. Εκείνος που έχει μέσα του τη Βασιλεία του Θεού θα τη μεταδώσει ανεπαίσθητα και στους άλλους. Οι άνθρωποι θα ελκύονται από την εντός μας ειρήνη και ζεστασιά˙ θα θέλουν να είναι κοντά μας, και η ατμόσφαιρα του ουρανού θα περάσει σταδιακά και σε κείνους. Σχεδόν δεν είναι καν απαραίτητο να μιλάμε στους ανθρώπους γι’ αυτή. Η ατμόσφαιρα του παραδείσου θα ακτινοβολεί από μέσα μας ακόμα κι όταν σιωπούμε ή μιλάμε για πράγματα καθημερινά. Θα ακτινοβολεί από μέσα μας ακόμα κι αν δεν έχουμε συναίσθηση ότι το κάνει.
Ο Κύριος κάλεσε τον καθένα από μας στην ύπαρξη με ένα συγκεκριμένο στόχο και σχέδιο. Και το παραμικρό χορταράκι αυτού του πλανήτη έχει ένα είδος αποστολής εδώ στη γη. Και πόσο αληθεύει αυτό για τα ανθρώπινα όντα! Ωστόσο, εμείς διαταράσσουμε ενίοτε και εμποδίζουμε το σχέδιο του Θεού. Έχουμε την ελευθερία είτε να αποδεχτούμε το θέλημά Του είτε να το απορρίψουμε˙ ο Θεός που είναι αγάπη, δεν θέλει να άρει αυτή την ελευθερία από μας. Μάς δόθηκε απόλυτη ελευθερία, αλλά εμείς, πάνω στην τρέλα μας, ποθούμε συχνά άχρηστα πράγματα.
Δεν μπορούμε να επιτύχουμε τη σωτηρία με κανέναν τρόπο πέρα από τη μεταμόρφωση του νου μας, τη μεταμόρφωσή του σε κάτι διαφορετικό από αυτό που ήταν. Ο νους μας θεώνεται από μια ιδιάζουσα ενέργεια της χάριτος του Θεού. Γίνεται απαθής και άγιος. Ένας θεωμένος νους ζει ακατάπαυστα με τη μνήμη του Θεού. Γνωρίζοντας ότι ο Θεός είναι μέσα μας κι εμείς εν Αυτώ, ο θεωμένος νους είναι ολότελα οικείος με τον Θεό. Ο Θεός είναι παντού κι εμείς είμαστε σαν ψάρια μέσα στο νερό όταν είμαστε εν Θεώ. Τη στιγμή που οι λογισμοί μας Τον εγκαταλείπουν, αφανιζόμαστε πνευματικά.
Ο Γέρων Θαδδαίος (Στρμπούλοβιτς) γεννήθηκε στις 6/19 Οκτωβρίου του 1914, την ημέρα της εορτής του Αποστόλου Θωμά, προς τιμήν του οποίου έλαβε το όνομα Τόμισλαβ. Λίγες ήταν οι στιγμές χαράς των παιδικών χρόνων του Τόμισλαβ˙ το παιδί μεγάλωνε σε μια φτωχική οικογένεια κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και των μεταπολεμικών χρόνων. Η μητέρα του πέθανε όταν ήταν ακόμα μικρό παιδί.
Στις 26 Φεβρουαρίου/11 Μαρτίου 1935, εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Γκορνγιάκ. Στη Μονή Ρακόβιτσα στο Βελιγράδι, ο π. Θαδδαίος τελείωσε μια σχολή εικονογραφίας, και εντρύφησε στη μελέτη της μυστικής θεολογίας της εικόνας. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του όμως, εγκατέλειψε την ζωγραφική εικόνων, για λόγους υγείας (έπασχε από χρόνια ευαισθησία των πνευμόνων, πάθηση που επιδεινωνόταν από την εισπνοή των αναθυμιάσεων των ζωγραφικών χρωμάτων).
Το 1941 και το 1943 συνελήφθη από τους Γερμανούς κατακτητές και υπέφερε πολλές φυλακίσεις και κακουχίες. Μέχρι τον θάνατό του, το 2003, διακόνησε σε πολλά Μοναστήρια του τόπου του, ως ηγούμενος, και ποίμανε χιλιάδες πνευματικά παιδιά, κάτι που ο Κύριος τού είχε παραγγείλει (δια αγγέλου) ήδη από το 1943, όταν ο π. Θαδδαίος ήταν φυλακισμένος ακόμα από τους Γερμανούς. Ο γέροντας Θαδδαίος της Βιτόβνιτσα κοιμήθηκε εν Χριστώ τη νύχτα της 31ης Μαρτίου/13 Απριλίου του 2003. Λίγο πριν τον είχε επισκεφθεί ο σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος (Ράντοβιτς) για να δώσει τα σεβάσματά του και να αποχαιρετήσει έναν από τους μεγαλύτερους Σέρβους ασκητές του εικοστού αιώνα…

35. Μάθε να περιμένεις B' (Απόσπασμα από το βιβλίο “Αγάπη για πάντα” του π. Ανδρέα Κονάνου)

…Είναι ανάγκη να περιμένεις. Ο σπόρος που φυτεύεις ν’ ανθίσει, θέλει χρόνο να καρπίσει. Φυτεύεις σπόρους. Είσαι μάνα. Είσαι πατέρας. Είσαι φοιτητής και φοιτήτρια. Είσαι μαθητής και μαθήτρια. Είσαι γέροντας, γερόντισσα. Ό,τι κι αν είσαι, σπέρνεις. Διαρκώς σπέρνεις σπόρους. Να έχεις τη βεβαιότητα ότι ο σπόρος σου θ’ ανθίσει. Αυτά που λες θα πιάσουν τόπο. Αλλά για να γίνει αυτή η ανθοφορία και καρποφορία , θέλει να περιμένεις. Δε θα γίνει τώρα αμέσως. Αυτό που λες στο παιδί σου σήμερα, δεν πάει χαμένο.
Μα δε θα δεις το θαύμα μετά από πέντε λεπτά. Δεν αποκλείεται βέβαια κι αυτό. Μπορεί να επιτρέψει ο Κύριος να δεις μια αλλοίωση γρήγορη κι απότομη, ταυτόχρονη με τα λόγια σου. Αλλά, κατά κανόνα, ο Κύριος για να μας έχει όλους στην ταπείνωση και την αγάπη˙ για να μας μάθει να ελπίζουμε στη δική του επέμβαση και προστασία και βοήθεια μας λέει, «Περίμενε. Είπες την καλή κουβέντα; Περίμενε. Λες σήμερα κάτι καλό στο παιδί σου; Να είσαι βέβαιος δεν πάει χαμένο. Θα το δεις.» Μαθαίνεις στο παιδί σου τρόπους αληθινής ζωής με το βίωμά σου, με το παράδειγμά σου; Αυτή τη στιγμή σπέρνεις, ρίχνεις σπόρους στην καρδούλα του παιδιού.
Πρέπει να περιμένεις όμως. Σε βλέπουν τα παιδιά που μελετάς την αγία Γραφή, βιβλία χριστιανικά, λογοτεχνία και άλλα βιβλία χρήσιμα. Εκείνη την ώρα ξέρεις τι κάνεις; Σπέρνεις κάτι δυνατό μες στην ψυχούλα τους, τους μιλάς, τους δίνεις ένα μήνυμα. Σε βλέπει το παιδί να μπαίνεις στο δωμάτιό σου , να γονατίζεις και να κάνεις λίγη προσευχή. Σε βλέπει το παιδί σου μέσα στον πανικό ενός οικογενειακού προβλήματος να ‘σαι ήρεμος. Κοιτάει το πρόσωπό σου μέσα στην καταιγίδα και βλέπεις ότι έχεις ειρήνη, ενώ γύρω σου όλοι μιλάνε για πόλεμο. Και λέει «Κοίταξε. Ο πατέρας μου, ενώ τώρα γίνεται πανικός και στο σπίτι έχουμε προβλήματα, κοίταξέ τον. Είναι ψύχραιμος. Είναι ήρεμος. Κυβερνά την κατάσταση. Η μητέρα μου, κοίτα πόσο ψύχραιμα αντιμετωπίζει τις δοκιμασίες της ζωής. Έχει γαλήνη στην καρδιά της. Δε θυμώνει, δε φωνάζει, δε μισεί , δεν αντιδρά, δεν αντιπαθεί». Μ’ όλ’ αυτά που κάνεις, ξέρεις τι κάνεις; Φυτεύεις σπόρους γύρω σου…
… Το λέει πολύ ωραία αυτό ο άγιος Χρυσόστομος. Λέει ότι το χειμώνα, όταν το χιόνι σκεπάζει τη γη, κάτω απ’ αυτό το σιωπηλό, άσπρο σεντόνι, κρύβεται μια ολόκληρη ζωή. Εσύ δε βλέπεις τίποτα. Λες «Νεκρή φύση». Τα κλαδιά ξερά, στεγνά. Η φύση νεκρωμένη. Δε βλέπεις πρασινάδα. Άσπρο το σεντόνι της γης με το χιόνι. Κι όμως από κάτω ξέρεις τι γίνεται; Μια ολόκληρη ζωή ετοιμάζεται. Ετοιμάζονται αυτοί οι σπόροι που την άνοιξη θα δώσουν τη ζωή και θα κάνουν αυτό το χωράφι που τώρα είναι νεκρωμένο χωρίς ίχνος ζωής δε φαίνεται πουθενά ζωή ν’ ανθίσει και να πρασινίσει. Τι πρέπει να κάνει ο γεωργός; Υπομονή. Να περιμένει. Αξίζει όμως τον κόπο. Είναι ανάγκη να περιμένεις. Να μην βιάζεσαι στη ζωή και θα δεις αποτελέσματα. Και να μην απογοητεύεσαι. Μην αφήσεις την απογοήτευση να τσακίσει την καρδιά σου. Διότι με την απογοήτευση , αρρωσταίνεις. Δε σε βοηθάει…
… «Ὑπομένων, ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου». Με υπομονή έκανα υπομονή. Περιμένω τον Κύριο. Θέλει υπομονή για να κάνεις υπομονή. Παράδοξο σχήμα έτσι όπως είναι γραμμένο κι ακούγεται: Με υπομονή κάνω υπομονή. Να περιμένεις τον άνθρωπό σου, τον σύζυγό σου, που ‘χει φύγει, το παιδί σου που αντιδρά και φεύγει. Όλα αυτά θέλουν υπομονή. Σήμερα κάνει επανάσταση, ναι. Διαμαρτύρεται κι αντιμιλά. Και τι σου λέει ο πνευματικός σου; Τι να σου πει. Πας και λες «Πάτερ, βρείτε μου μία λύση». Ε, τι λύση να σου πει ο άνθρωπος. Τι θες να σου πει δηλαδή. «Να κάνεις προσευχή και υπομονή». «Και πότε, πάτερ, θ’ αλλάξει το παιδί μου;». «Δεν ξέρω το πότε. Εσύ όμως θα περιμένεις». «Μα πάτερ, δεν μου δίνει σημασία. Του μιλάω και κοιτάει αλλού. Κτυπάει την πόρτα και φεύγει. Του μιλάω και με βρίζει. Πώς θα κάνω υπομονή; Πώς θα το αντέξω αυτό; Πώς θα το αντέξω; Μα μέχρι χθες, μέχρι χθες, το παιδί μου αυτό μ’ είχε πάνω απ’ όλους και απ’ όλα. Και τώρα δεν θέλει να μιλάμε. Δε θέλει να του λέω συμβουλές, δεν θέλει να με ρωτάει, δε θέλει τίποτα». «Και ξέρετε τι θυμάμαι;» μου ‘πε μια μάνα. «Θυμάμαι, πάτερ, όταν το παιδάκι μου ήτανε μικρό και έπρεπε να πάω να δω ένα θέατρο μια φορά με το σύζυγό μου, να δούμε ένα ωραίο έργο. Κι έπρεπε να το αφήσουμε το παιδάκι μας στην αδερφή μου να το κρατήσει για ένα βράδυ. Και δεν ήθελε τότε ο μικρός μου να μ’ αποχωριστεί.
Δεν ήθελε να πάει, δεν μπορούσε ν’ αντέξει, δεν καθόταν χωρίς εμένα. Κι αυτό το παιδάκι που δεν μπορούσε χωρίς εμένα, τώρα εμένα δε με θέλει . Θέλει όλους τους άλλους , τους φίλους, τους γνωστούς του, και δε θέλει εμένα. Που, κάποτε, δεν μπορούσε χωρίς εμένα. Προτιμά να λείπει από κοντά μας , απ’ το σπίτι, για ώρες και για μέρες. Η χαρά του είναι να λείπει, να φεύγει, να πηγαίνει αλλού. Και εγώ, πάτερ, πώς θ’ αντέξω; Πώς θα κάνω υπομονή να γυρίσει πίσω το παιδί μου; Περιμένω ν ακούσω το κλειδί στην πόρτα το βράδυ, να ‘ρθει, να ησυχάσω, να μπορέσω να κοιμηθώ. Και λέω «άντε να γυρίσει. Άντε να γυρίσει». Κοιτάω το ρολόι και πάει εντεκάμιση, πάει δώδεκα, πάει δωδεκάμισι, πάει δυόμιση, πάει τρεις. Και μια φορά γύρισε τεσσερισήμισι το πρωί. Κι εγώ περίμενα, περίμενα, περίμενα. Υπομονή ατέλειωτη. Τι θα κάνω; Τι να κάνω; Δε μπορώ άλλο». «Τι να κάνεις; Να περιμένεις». «Πώς να περιμένω;» . «Με πίστη. Μόνο με πίστη». Αν πιστεύεις στον Χριστό θα περιμένεις. Αν δεν πιστεύεις στο Χριστό, δεν μπορεί να περιμένεις. Γιατί μόνο ο άνθρωπος που ελπίζει στη θεϊκή επέμβαση και βοήθεια, περιμένει. Ο άλλος κινείται ανθρώπινα και λέει «Θα κάνω τις δικές μου κινήσεις. Εγώ θα αναλάβω». Εσύ που τα δοκίμασες όλα τα δικά σου, κι απογοητεύτηκες, και μετά από τόσα λάθη που έκανες, τώρα λες , «Μπα, δε βγαίνει τίποτα. Τα δικά μου τα δοκίμασα όλα. Έτρεξα, χτύπησα, έβρισα, μίλησα απότομα, το ‘πιασα απ’ το γιακά, το χαστούκισα, το κλείδωσα, έκανα πολλά. Και ξέρεις τι πέτυχα απ’ όλ’ αυτά; Απελπίστηκα απ’ τον εαυτό μου. Απελπίστηκα απ’ τις παιδαγωγικές μου, απ’ τις τεχνικές μου, απ’ τις τακτικές μου, απελπίστηκα απ’ τα λόγια μου. Απελπίστηκα απ’ τον εαυτό μου. Τι να κάνω;»
Και ξέρεις τι έχω να πω αν απελπίστηκες ; Είσαι μακάριος. Διότι πέτυχες κάτι που άλλοι θ’ αργήσουν πολύ να καταλάβουν. Ποιο; Ότι ο άνθρωπος από μόνος του είναι μια απελπισία σκέτη. Είναι προνόμιο να έχεις απελπιστεί ως γονέας. Πρόσεξε τι θα πω, να το εξηγήσω: όταν απελπιστείς από τον εαυτό σου, είναι η πιο γόνιμη και πιο κατάλληλη στιγμή να ελπίσεις στον Θεό σου. Είναι ωραίο να απελπίζεσαι απ’ τον εαυτό σου. Τότε στρέφεσαι στο Θεό…

Απόσπασμα από το βιβλίο : «Αγάπη για πάντα» του π. Ανδρέα Κονάνου